Translation meaning & definition of the word "rip" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λωρίδα" στην ελληνική γλώσσα
Rip
[Ρίψη]noun
1. A dissolute man in fashionable society
- synonym:
- rake ,
- rakehell ,
- profligate ,
- rip ,
- blood ,
- roue
1. Ένας αποφασιστικός άνθρωπος στη μοντέρνα κοινωνία
- συνώνυμο:
- τσουγκράνα ,
- παλιοσίδερο ,
- προφίλ ,
- αντιπαραβάλλω ,
- αίμα ,
- ρου
2. An opening made forcibly as by pulling apart
- "There was a rip in his pants"
- "She had snags in her stockings"
- synonym:
- rip ,
- rent ,
- snag ,
- split ,
- tear
2. Ένα άνοιγμα που γίνεται βίαια σαν να τραβάει μακριά
- "Υπήρχε ένας αναθυμιάσεις στο παντελόνι του"
- "Είχε τσαμπιά στις κάλτσες της"
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω ,
- ενοικίαση ,
- παραπονιέμαι ,
- διαίρεση ,
- σχίζω
3. A stretch of turbulent water in a river or the sea caused by one current flowing into or across another current
- synonym:
- rip ,
- riptide ,
- tide rip ,
- crosscurrent ,
- countercurrent
3. Ένα τέντωμα τυρβώδους νερού σε ένα ποτάμι ή τη θάλασσα που προκαλείται από ένα ρεύμα που ρέει μέσα ή σε ένα άλλο ρεύμα
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω ,
- δευτερεύουσα ,
- παλίρροια ,
- διασταυρούμενο ρεύμα ,
- αντίρροπο
4. The act of rending or ripping or splitting something
- "He gave the envelope a vigorous rip"
- synonym:
- rent ,
- rip ,
- split
4. Η πράξη της απόδοσης ή του σχισίματος ή του διαχωρισμού κάτι
- "Έδωσε στο φάκελο μια έντονη αντιγραφή"
- συνώνυμο:
- ενοικίαση ,
- αντιπαραβάλλω ,
- διαίρεση
verb
1. Tear or be torn violently
- "The curtain ripped from top to bottom"
- "Pull the cooked chicken into strips"
- synonym:
- rend ,
- rip ,
- rive ,
- pull
1. Σχίστε ή σχιστείτε βίαια
- "Η κουρτίνα έσκισε από πάνω προς τα κάτω"
- "Τραβήξτε το μαγειρεμένο κοτόπουλο σε λωρίδες"
- συνώνυμο:
- ραντεβού ,
- αντιπαραβάλλω ,
- πριτσίνι ,
- τραβώ
2. Move precipitously or violently
- "The tornado ripped along the coast"
- synonym:
- rip
2. Μετακινηθείτε βίαια ή απότομα
- "Ο ανεμοστρόβιλος έσκισε κατά μήκος της ακτής"
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω
3. Cut (wood) along the grain
- synonym:
- rip
3. Κόψτε (ξύυ) κατά μήκος του κόκκου
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω
4. Criticize or abuse strongly and violently
- "The candidate ripped into his opponent mercilessly"
- synonym:
- rip
4. Επικρίνετε ή κακοποιείτε έντονα και βίαια
- "Ο υποψήφιος έσκισε στον αντίπαλό του ανελέητα"
- συνώνυμο:
- αντιπαραβάλλω