Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rip" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λωρίδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rip

[Ρίψη]
/rɪp/

noun

1. A dissolute man in fashionable society

    synonym:
  • rake
  • ,
  • rakehell
  • ,
  • profligate
  • ,
  • rip
  • ,
  • blood
  • ,
  • roue

1. Ένας αποφασιστικός άνθρωπος στη μοντέρνα κοινωνία

    συνώνυμο:
  • τσουγκράνα
  • ,
  • παλιοσίδερο
  • ,
  • προφίλ
  • ,
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • αίμα
  • ,
  • ρου

2. An opening made forcibly as by pulling apart

  • "There was a rip in his pants"
  • "She had snags in her stockings"
    synonym:
  • rip
  • ,
  • rent
  • ,
  • snag
  • ,
  • split
  • ,
  • tear

2. Ένα άνοιγμα που γίνεται βίαια σαν να τραβάει μακριά

  • "Υπήρχε ένας αναθυμιάσεις στο παντελόνι του"
  • "Είχε τσαμπιά στις κάλτσες της"
    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • ενοικίαση
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • διαίρεση
  • ,
  • σχίζω

3. A stretch of turbulent water in a river or the sea caused by one current flowing into or across another current

    synonym:
  • rip
  • ,
  • riptide
  • ,
  • tide rip
  • ,
  • crosscurrent
  • ,
  • countercurrent

3. Ένα τέντωμα τυρβώδους νερού σε ένα ποτάμι ή τη θάλασσα που προκαλείται από ένα ρεύμα που ρέει μέσα ή σε ένα άλλο ρεύμα

    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • δευτερεύουσα
  • ,
  • παλίρροια
  • ,
  • διασταυρούμενο ρεύμα
  • ,
  • αντίρροπο

4. The act of rending or ripping or splitting something

  • "He gave the envelope a vigorous rip"
    synonym:
  • rent
  • ,
  • rip
  • ,
  • split

4. Η πράξη της απόδοσης ή του σχισίματος ή του διαχωρισμού κάτι

  • "Έδωσε στο φάκελο μια έντονη αντιγραφή"
    συνώνυμο:
  • ενοικίαση
  • ,
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • διαίρεση

verb

1. Tear or be torn violently

  • "The curtain ripped from top to bottom"
  • "Pull the cooked chicken into strips"
    synonym:
  • rend
  • ,
  • rip
  • ,
  • rive
  • ,
  • pull

1. Σχίστε ή σχιστείτε βίαια

  • "Η κουρτίνα έσκισε από πάνω προς τα κάτω"
  • "Τραβήξτε το μαγειρεμένο κοτόπουλο σε λωρίδες"
    συνώνυμο:
  • ραντεβού
  • ,
  • αντιπαραβάλλω
  • ,
  • πριτσίνι
  • ,
  • τραβώ

2. Move precipitously or violently

  • "The tornado ripped along the coast"
    synonym:
  • rip

2. Μετακινηθείτε βίαια ή απότομα

  • "Ο ανεμοστρόβιλος έσκισε κατά μήκος της ακτής"
    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω

3. Cut (wood) along the grain

    synonym:
  • rip

3. Κόψτε (ξύυ) κατά μήκος του κόκκου

    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω

4. Criticize or abuse strongly and violently

  • "The candidate ripped into his opponent mercilessly"
    synonym:
  • rip

4. Επικρίνετε ή κακοποιείτε έντονα και βίαια

  • "Ο υποψήφιος έσκισε στον αντίπαλό του ανελέητα"
    συνώνυμο:
  • αντιπαραβάλλω

Examples of using

The powerful rip current carried Tom far away from the shore.
Το ισχυρό ρεύμα ωρίμανσης έφερε τον Τομ μακριά από την ακτή.
I can rip you apart with my bare hands.
Μπορώ να σε χωρίσω με τα γυμνά μου χέρια.
I'll rip your fucking balls off if you ever as much as look her way.
Θα ξεριζώσω τις μπάλες σου αν ποτέ κοιτάξεις το δρόμο της.