Translation meaning & definition of the word "riot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταραχές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riot
[Παλαιότερα]/raɪət/
noun
1. A public act of violence by an unruly mob
- synonym:
- riot ,
- public violence
1. Μια δημόσια πράξη βίας από έναν απείθαρχο όχλο
- συνώνυμο:
- ταραχή ,
- δημόσια βία
2. A state of disorder involving group violence
- synonym:
- rioting ,
- riot
2. Μια κατάσταση διαταραχής που περιλαμβάνει ομαδική βία
- συνώνυμο:
- ταραχές ,
- ταραχή
3. A joke that seems extremely funny
- synonym:
- belly laugh ,
- sidesplitter ,
- howler ,
- thigh-slapper ,
- scream ,
- wow ,
- riot
3. Ένα αστείο που φαίνεται εξαιρετικά αστείο
- συνώνυμο:
- η κοιλιά γελάει ,
- πλαϊνόσ ,
- ουρλιάζων ,
- μηρό-σκαλωτή ,
- κραυγή ,
- ουάου ,
- ταραχή
4. A wild gathering involving excessive drinking and promiscuity
- synonym:
- orgy ,
- debauch ,
- debauchery ,
- saturnalia ,
- riot ,
- bacchanal ,
- bacchanalia ,
- drunken revelry
4. Μια άγρια συγκέντρωση που περιλαμβάνει υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ασυδοσία
- συνώνυμο:
- όργιο ,
- ντεμπούτσα ,
- ακολασία ,
- σατουρνάλια ,
- ταραχή ,
- βακχικόσ ,
- βακχανία ,
- μεθυσμένος γλέντι
verb
1. Take part in a riot
- Disturb the public peace by engaging in a riot
- "Students were rioting everywhere in 1968"
- synonym:
- riot
1. Πάρτε μέρος σε μια ταραχή
- Διαταράξτε την ειρήνη του κοινού συμμετέχοντας σε ταραχές
- "Οι μαθητές ταρακουνιόντουσαν παντού το 1968"
- συνώνυμο:
- ταραχή
2. Engage in boisterous, drunken merrymaking
- "They were out carousing last night"
- synonym:
- carouse ,
- roister ,
- riot
2. Ασχοληθείτε με την τρομερή, μεθυσμένη χαρά
- "Έβγαιναν έξω χθες το βράδυ"
- συνώνυμο:
- τελεφερίκ ,
- βρυχηθμόσ ,
- ταραχή
Examples of using
He's a riot!
Είναι μια ταραχή!