Translation meaning & definition of the word "rio" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rio
[Ρίο]/rioʊ/
noun
1. The former capital and 2nd largest city of brazil
- Chief brazilian port
- Famous as a tourist attraction
- synonym:
- Rio de Janeiro ,
- Rio
1. Η πρώην πρωτεύουσα και 2η μεγαλύτερη πόλη της βραζιλίας
- Επικεφαλής του λιμανιού της βραζιλίας
- Διάσημο ως τουριστικό αξιοθέατο
- συνώνυμο:
- Ρίο ντε Τζανέιρο ,
- Ρίο