Translation meaning & definition of the word "rinsing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεμίσματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rinsing
[Ξεπλένοντασ]/rɪnsɪŋ/
noun
1. The removal of soap with clean water in the final stage of washing
- synonym:
- rinse ,
- rinsing
1. Η αφαίρεση του σαπουνιού με καθαρό νερό στο τελικό στάδιο του πλυσίματος
- συνώνυμο:
- ξεπλύνετε ,
- ξέπλυμα