Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rinse" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θρησκεία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rinse

[Ξεπλύνετε]
/rɪns/

noun

1. A liquid preparation used on wet hair to give it a tint

    synonym:
  • rinse

1. Ένα υγρό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται σε βρεγμένα μαλλιά για να του δώσει μια απόχρωση

    συνώνυμο:
  • ξεπλύνετε

2. The removal of soap with clean water in the final stage of washing

    synonym:
  • rinse
  • ,
  • rinsing

2. Η αφαίρεση του σαπουνιού με καθαρό νερό στο τελικό στάδιο του πλυσίματος

    συνώνυμο:
  • ξεπλύνετε
  • ,
  • ξέπλυμα

3. The act of giving a light tint to the hair

    synonym:
  • rinse

3. Η πράξη του να δίνεις μια ελαφριά απόχρωση στα μαλλιά

    συνώνυμο:
  • ξεπλύνετε

4. Washing lightly without soap

    synonym:
  • rinse

4. Πλύνετε ελαφρά χωρίς σαπούνι

    συνώνυμο:
  • ξεπλύνετε

verb

1. Wash off soap or remaining dirt

    synonym:
  • rinse
  • ,
  • rinse off

1. Ξεπλύνετε το σαπούνι ή την υπόλοιπη βρωμιά

    συνώνυμο:
  • ξεπλύνετε
  • ,
  • ξεπλένω

2. Clean with some chemical process

    synonym:
  • wash
  • ,
  • rinse

2. Καθαρίστε με κάποια χημική διαδικασία

    συνώνυμο:
  • πλένω
  • ,
  • ξεπλύνετε

3. Rinse one's mouth and throat with mouthwash

  • "Gargle with this liquid"
    synonym:
  • gargle
  • ,
  • rinse

3. Ξεπλύνετε το στόμα και το λαιμό με στοματικό διάλυμα

  • "Γκαρλί με αυτό το υγρό"
    συνώνυμο:
  • γαργάρα
  • ,
  • ξεπλύνετε

Examples of using

I think I forgot to rinse the condenser with acetone.
Νομίζω ότι ξέχασα να ξεπλύνω το συμπυκνωτή με ακετόνη.
I cannot rinse the dishes. There is no water.
Δεν μπορώ να ξεπλύνω τα πιάτα. Δεν υπάρχει νερό.
I need to rinse my mouth.
Πρέπει να ξεπλύνω το στόμα μου.