Translation meaning & definition of the word "ringleader" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχηγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ringleader
[Ραβδούχοσ]/rɪŋlidər/
noun
1. A person who leads (especially in illicit activities)
- synonym:
- ringleader
1. Ένα άτομο που οδηγεί (ειδικά σε παράνομες δραστηριότητες)
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή πληροφοριών