Translation meaning & definition of the word "ringing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ringing
[Κουδούνισμα]/rɪŋɪŋ/
noun
1. The sound of a bell ringing
- "The distinctive ring of the church bell"
- "The ringing of the telephone"
- "The tintinnabulation that so voluminously swells from the ringing and the dinging of the bells"--e. a. poe
- synonym:
- ring ,
- ringing ,
- tintinnabulation
1. Ο ήχος ενός κουδουνιού χτυπάει
- "Το διακριτικό δαχτυλίδι του κουδουνιού της εκκλησίας"
- "Το κουδούνισμα του τηλεφώνου"
- "Η απόχρωση που τόσο φουσκωτά πρήζεται από το κουδούνισμα και το τσίμπημα των κουδουνιών"-ε. α. πόε
- συνώνυμο:
- δαχτυλίδι ,
- κουδούνισμα ,
- εκλεπτύνω
2. The giving of a ring as a token of engagement
- synonym:
- ringing
2. Η προσφορά ενός δαχτυλιδιού ως ένδειξη αρραβώνα
- συνώνυμο:
- κουδούνισμα
3. Having the character of a loud deep sound
- The quality of being resonant
- synonym:
- plangency ,
- resonance ,
- reverberance ,
- ringing ,
- sonorousness ,
- sonority ,
- vibrancy
3. Έχοντας το χαρακτήρα ενός δυνατού βαθύ ήχου
- Η ποιότητα του να είσαι συντονιστής
- συνώνυμο:
- πλεονεξία ,
- συντονισμός ,
- αντήχηση ,
- κουδούνισμα ,
- ηχηρότητα ,
- ζωντάνια
Examples of using
Was that my phone ringing?
Χτυπούσε το τηλέφωνό μου?
Your phone is ringing, answer it please.
Το τηλέφωνό σας χτυπάει, απαντήστε το παρακαλώ.
Someone is ringing bell but I'm waiting for nobody this morning.
Κάποιος χτυπάει κουδούνι, αλλά δεν περιμένω κανέναν σήμερα το πρωί.