Translation meaning & definition of the word "ringer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δαχτυλίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ringer
[Δαχτυλίδι]/rɪŋər/
noun
1. A person who rings church bells (as for summoning the congregation)
- synonym:
- toller ,
- bell ringer ,
- ringer
1. Ένα πρόσωπο που χτυπάει κουδούνια της εκκλησίας (ας για την κλήση της εκκλησίας)
- συνώνυμο:
- τολίζων ,
- κουδούνι ,
- περιπλανώμενοσ
2. A person who is almost identical to another
- synonym:
- ringer ,
- dead ringer ,
- clone
2. Ένα άτομο που είναι σχεδόν πανομοιότυπο με ένα άλλο
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- νεκρός δακτυλιοφόρος ,
- κλώνος
3. A contestant entered in a competition under false pretenses
- synonym:
- ringer
3. Ένας διαγωνιζόμενος συμμετείχε σε διαγωνισμό με ψευδείς προσποιήσεις
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ
4. (horseshoes) the successful throw of a horseshoe or quoit so as to encircle a stake or peg
- synonym:
- ringer
4. (πέταλα) η επιτυχημένη ρίψη ενός πετάλου ή κουουάτ έτσι ώστε να περικυκλώσει ένα ποντάρισμα ή ένα πηγάδι
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ