Translation meaning & definition of the word "ringed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακτυλιοειδές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ringed
[Δακτυλιοειδή]/rɪŋd/
adjective
1. Shaped like a ring
- synonym:
- annular ,
- annulate ,
- annulated ,
- circinate ,
- ringed ,
- ring-shaped ,
- doughnut-shaped
1. Διαμορφωμένο σαν δαχτυλίδι
- συνώνυμο:
- δακτυλιοειδήσ ,
- ακυρώνω ,
- ακυρώθηκε ,
- κυκλοφορώ ,
- δακτυλιοειδείσ ,
- σε σχήμα δαχτυλιδιού ,
- σε σχήμα ντόνατ
2. Having colored rings around the body
- synonym:
- ringed
2. Έχοντας χρωματιστά δαχτυλίδια γύρω από το σώμα
- συνώνυμο:
- δακτυλιοειδείσ
3. Wearing a wedding ring
- Lawfully married
- "A ringed wife"- tennyson
- synonym:
- ringed
3. Φορώντας ένα γαμήλιο δαχτυλίδι
- Παντρεύτηκε νόμιμα
- "Μια δακτυλιοειδής σύζυγος"- τέννυσον
- συνώνυμο:
- δακτυλιοειδείσ