Translation meaning & definition of the word "rim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαμημένο" στην ελληνική γλώσσα
Rim
[Ριμ]noun
1. The shape of a raised edge of a more or less circular object
- synonym:
- rim
1. Το σχήμα μιας ανυψωμένης άκρης ενός περισσότερο ή λιγότερο κυκλικού αντικειμένου
- συνώνυμο:
- χείλος
2. (basketball) the hoop from which the net is suspended
- "The ball hit the rim and bounced off"
- synonym:
- rim
2. (μπαστμπολ) το στεφάνι από το οποίο αναστέλλεται το δίχτυ
- "Η μπάλα χτύπησε το χείλος και αναπήδησε"
- συνώνυμο:
- χείλος
3. The outer part of a wheel to which the tire is attached
- synonym:
- rim
3. Το εξωτερικό μέρος ενός τροχού στον οποίο είναι προσαρτημένο το ελαστικό
- συνώνυμο:
- χείλος
4. A projection used for strength or for attaching to another object
- synonym:
- flange ,
- rim
4. Μια προβολή που χρησιμοποιείται για τη δύναμη ή για την προσάρτηση σε άλλο αντικείμενο
- συνώνυμο:
- φλάντζα ,
- χείλος
5. The top edge of a vessel or other container
- synonym:
- brim ,
- rim ,
- lip
5. Το πάνω άκρο ενός σκάφους ή άλλου εμπορευματοκιβωτίου
- συνώνυμο:
- χείλοσ ,
- χείλος
verb
1. Run around the rim of
- "Sugar rimmed the dessert plate"
- synonym:
- rim
1. Τρέχω γύρω από το χείλος του
- "Η ζάχαρη χτύπησε το πιάτο επιδόρπιο"
- συνώνυμο:
- χείλος
2. Furnish with a rim
- "Rim a hat"
- synonym:
- rim
2. Έπιπλα με χείλος
- "Πατήστε ένα καπέλο"
- συνώνυμο:
- χείλος
3. Roll around the rim of
- "The ball rimmed the basket"
- synonym:
- rim
3. Κυλήστε γύρω από το χείλος του
- "Η μπάλα χτύπησε το καλάθι"
- συνώνυμο:
- χείλος