Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rim" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαμημένο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rim

[Ριμ]
/rɪm/

noun

1. The shape of a raised edge of a more or less circular object

    synonym:
  • rim

1. Το σχήμα μιας ανυψωμένης άκρης ενός περισσότερο ή λιγότερο κυκλικού αντικειμένου

    συνώνυμο:
  • χείλος

2. (basketball) the hoop from which the net is suspended

  • "The ball hit the rim and bounced off"
    synonym:
  • rim

2. (μπαστμπολ) το στεφάνι από το οποίο αναστέλλεται το δίχτυ

  • "Η μπάλα χτύπησε το χείλος και αναπήδησε"
    συνώνυμο:
  • χείλος

3. The outer part of a wheel to which the tire is attached

    synonym:
  • rim

3. Το εξωτερικό μέρος ενός τροχού στον οποίο είναι προσαρτημένο το ελαστικό

    συνώνυμο:
  • χείλος

4. A projection used for strength or for attaching to another object

    synonym:
  • flange
  • ,
  • rim

4. Μια προβολή που χρησιμοποιείται για τη δύναμη ή για την προσάρτηση σε άλλο αντικείμενο

    συνώνυμο:
  • φλάντζα
  • ,
  • χείλος

5. The top edge of a vessel or other container

    synonym:
  • brim
  • ,
  • rim
  • ,
  • lip

5. Το πάνω άκρο ενός σκάφους ή άλλου εμπορευματοκιβωτίου

    συνώνυμο:
  • χείλοσ
  • ,
  • χείλος

verb

1. Run around the rim of

  • "Sugar rimmed the dessert plate"
    synonym:
  • rim

1. Τρέχω γύρω από το χείλος του

  • "Η ζάχαρη χτύπησε το πιάτο επιδόρπιο"
    συνώνυμο:
  • χείλος

2. Furnish with a rim

  • "Rim a hat"
    synonym:
  • rim

2. Έπιπλα με χείλος

  • "Πατήστε ένα καπέλο"
    συνώνυμο:
  • χείλος

3. Roll around the rim of

  • "The ball rimmed the basket"
    synonym:
  • rim

3. Κυλήστε γύρω από το χείλος του

  • "Η μπάλα χτύπησε το καλάθι"
    συνώνυμο:
  • χείλος