Translation meaning & definition of the word "rigor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωταγωνιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rigor
[Αυστηρότητα]/rɪgər/
noun
1. Something hard to endure
- "The asperity of northern winters"
- synonym:
- asperity ,
- grimness ,
- hardship ,
- rigor ,
- rigour ,
- severity ,
- severeness ,
- rigorousness ,
- rigourousness
1. Κάτι δύσκολο να υπομείνει
- "Η απειρία των βόρειων χειμώνων"
- συνώνυμο:
- ασπιρία ,
- αγριάδα ,
- δυσκολία ,
- αυστηρότητα ,
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ
2. The quality of being valid and rigorous
- synonym:
- cogency ,
- validity ,
- rigor ,
- rigour
2. Η ποιότητα του να είναι έγκυρη και αυστηρή
- συνώνυμο:
- συμπαράσταση ,
- ισχύς ,
- αυστηρότητα
3. Excessive sternness
- "Severity of character"
- "The harshness of his punishment was inhuman"
- "The rigors of boot camp"
- synonym:
- severity ,
- severeness ,
- harshness ,
- rigor ,
- rigour ,
- rigorousness ,
- rigourousness ,
- inclemency ,
- hardness ,
- stiffness
3. Υπερβολική αυστηρότητα
- "Σπουδαιότητα του χαρακτήρα"
- "Η σκληρότητα της τιμωρίας του ήταν απάνθρωπη"
- "Οι αυστηρότητες του στρατοπέδου εκκίνησης"
- συνώνυμο:
- σοβαρότητα ,
- αποβλαβέσ ,
- σκληρότητα ,
- αυστηρότητα ,
- απελπισία ,
- ακαμψία