Translation meaning & definition of the word "rigidly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άκρονα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rigidly
[Άκαμπτα]/rɪʤɪdli/
adverb
1. In a rigid manner
- "The body was rigidly erect"
- "He sat bolt upright"
- synonym:
- rigidly ,
- stiffly ,
- bolt
1. Με άκαμπτο τρόπο
- "Το σώμα ήταν άκαμπτα όρθιο"
- "Κάθισε το μπουλόνι όρθιο"
- συνώνυμο:
- άκαμπτα ,
- μπουλόνι