Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rigid" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άκρο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rigid

[Άκαμπτος]
/rɪʤəd/

adjective

1. Incapable of or resistant to bending

  • "A rigid strip of metal"
  • "A table made of rigid plastic"
  • "A palace guardsman stiff as a poker"
  • "Stiff hair"
  • "A stiff neck"
    synonym:
  • rigid
  • ,
  • stiff

1. Ανίκανος ή ανθεκτικός στην κάμψη

  • "Μια άκαμπτη λωρίδα του μετάλλου"
  • "Ένας πίνακας από άκαμπτο πλαστικό"
  • "Ένας φρουρός του παλατιού σκληρός σαν πόκερ"
  • "Ανεπαίσθητα μαλλιά"
  • "Ένας σκληρός λαιμός"
    συνώνυμο:
  • άκαμπτοσ
  • ,
  • σκληρός

2. Incapable of compromise or flexibility

    synonym:
  • rigid
  • ,
  • strict

2. Ανίκανος να συμβιβαστεί ή να ευελιξία

    συνώνυμο:
  • άκαμπτοσ
  • ,
  • αυστηρός

3. Incapable of adapting or changing to meet circumstances

  • "A rigid disciplinarian"
  • "An inflexible law"
  • "An unbending will to dominate"
    synonym:
  • inflexible
  • ,
  • rigid
  • ,
  • unbending

3. Ανίκανος να προσαρμοστεί ή να αλλάξει για να ανταποκριθεί στις περιστάσεις

  • "Ένας άκαμπτος πειθαρχικός"
  • "Ένας άκαμπτος νόμος"
  • "Μια ατέλειωτη θέληση να κυριαρχήσει"
    συνώνυμο:
  • άκαμπτοσ
  • ,
  • απεριόριστοσ

4. Designating an airship or dirigible having a form maintained by a stiff unyielding frame or structure

    synonym:
  • rigid

4. Προσδιορισμός ενός αερόπλοιου ή που έχει μια μορφή που διατηρείται από ένα άκαμπτο πλαίσιο ή δομή

    συνώνυμο:
  • άκαμπτοσ

5. Fixed and unmoving

  • "With eyes set in a fixed glassy stare"
  • "His bearded face already has a set hollow look"- connor cruise o'brien
  • "A face rigid with pain"
    synonym:
  • fixed
  • ,
  • set
  • ,
  • rigid

5. Σταθερό και ακίνητο

  • "Με τα μάτια τοποθετημένα σε ένα σταθερό υαλώδες βλέμμα"
  • "Το γενειοφόρο πρόσωπό του έχει ήδη μια σειρά από κούφια εμφάνιση" - κόνορ κρουζ ο'μπράιεν
  • "Ένα πρόσωπο άκαμπτο με πόνο"
    συνώνυμο:
  • σταθερός
  • ,
  • σετ
  • ,
  • άκαμπτοσ