Translation meaning & definition of the word "rightfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δικαίως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rightfully
[Δικαίως]/raɪtfəli/
adverb
1. By right
- "Baseball rightfully is the nation's pastime"
- synonym:
- rightfully ,
- truly
1. Από δεξιά
- "Το μπέιζμπολ δικαίως είναι το χόμπι του έθνους"
- συνώνυμο:
- δικαιωματικά ,
- πραγματικά