Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "right" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξιά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Right

[Σωστό]
/raɪt/

noun

1. An abstract idea of that which is due to a person or governmental body by law or tradition or nature

  • "They are endowed by their creator with certain unalienable rights"
  • "Certain rights can never be granted to the government but must be kept in the hands of the people"- eleanor roosevelt
  • "A right is not something that somebody gives you
  • It is something that nobody can take away"
    synonym:
  • right

1. Μια αφηρημένη ιδέα για αυτό που οφείλεται σε ένα πρόσωπο ή κυβερνητικό σώμα από το νόμο ή την παράδοση ή τη φύση

  • "Είναι προικισμένοι από τον δημιουργό τους με ορισμένα αναφαίρετα δικαιώματα"
  • "Ποτέ δεν μπορούν να δοθούν ορισμένα δικαιώματα στην κυβέρνηση, αλλά πρέπει να διατηρηθούν στα χέρια του λαού" - έλενορ ρούζβελτ
  • "Το δικαίωμα δεν είναι κάτι που σου δίνει κάποιος
  • Είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να το πάρει"
    συνώνυμο:
  • σωστός

2. Location near or direction toward the right side

  • I.e. the side to the south when a person or object faces east
  • "He stood on the right"
    synonym:
  • right

2. Τοποθεσία κοντά ή κατεύθυνση προς τη δεξιά πλευρά

  • Δηλαδή την πλευρά προς το νότο όταν ένα άτομο ή ένα αντικείμενο βλέπει προς τα ανατολικά
  • "Στάθηκε στα δεξιά"
    συνώνυμο:
  • σωστός

3. The piece of ground in the outfield on the catcher's right

    synonym:
  • right field
  • ,
  • rightfield
  • ,
  • right

3. Το κομμάτι του εδάφους στο πεδίο στα δεξιά του συλλέκτη

    συνώνυμο:
  • δεξιό πεδίο
  • ,
  • δεξιά
  • ,
  • σωστός

4. Those who support political or social or economic conservatism

  • Those who believe that things are better left unchanged
    synonym:
  • right
  • ,
  • right wing

4. Εκείνοι που υποστηρίζουν τον πολιτικό ή κοινωνικό ή οικονομικό συντηρητισμό

  • Εκείνοι που πιστεύουν ότι τα πράγματα είναι καλύτερα να παραμείνουν αμετάβλητοι
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • δεξιά

5. The hand that is on the right side of the body

  • "He writes with his right hand but pitches with his left"
  • "Hit him with quick rights to the body"
    synonym:
  • right
  • ,
  • right hand

5. Το χέρι που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του σώματος

  • "Γραφει με το δεξι του χερι αλλα χτυπαει με το αριστερο"
  • "Τον χτύπησε με γρήγορα δικαιώματα στο σώμα"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • δεξί χέρι

6. A turn toward the side of the body that is on the south when the person is facing east

  • "Take a right at the corner"
    synonym:
  • right

6. Μια στροφή προς την πλευρά του σώματος που βρίσκεται στο νότο όταν το άτομο βλέπει ανατολικά

  • "Πάρτε ένα δεξί στη γωνία"
    συνώνυμο:
  • σωστός

7. Anything in accord with principles of justice

  • "He feels he is in the right"
  • "The rightfulness of his claim"
    synonym:
  • right
  • ,
  • rightfulness

7. Οτιδήποτε συμφωνεί με τις αρχές της δικαιοσύνης

  • "Νιώθει ότι είναι στο σωστό"
  • "Η δικαιωματικότητα του ισχυρισμού του"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • δικαιωματικότητα

8. (frequently plural) the interest possessed by law or custom in some intangible thing

  • "Mineral rights"
  • "Film rights"
    synonym:
  • right

8. (συχνά πλουραλ) το ενδιαφέρον που κατέχει ο νόμος ή το έθιμο σε κάποιο άυλο πράγμα

  • "Ανόργανα δικαιώματα"
  • "Δικαιώματα ταινίας"
    συνώνυμο:
  • σωστός

verb

1. Make reparations or amends for

  • "Right a wrongs done to the victims of the holocaust"
    synonym:
  • right
  • ,
  • compensate
  • ,
  • redress
  • ,
  • correct

1. Προβείτε σε αποζημιώσεις ή τροποποιήσεις

  • "Σωστά τα λάθη που έγιναν στα θύματα του ολοκαυτώματος"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • αντισταθμίζω
  • ,
  • επανόρθωση

2. Put in or restore to an upright position

  • "They righted the sailboat that had capsized"
    synonym:
  • right

2. Τοποθετήστε ή επαναφέρετε σε όρθια θέση

  • "Διάστηκαν το ιστιοφόρο που είχε ανατραπεί"
    συνώνυμο:
  • σωστός

3. Regain an upright or proper position

  • "The capsized boat righted again"
    synonym:
  • right

3. Ανακτήστε μια όρθια ή σωστή θέση

  • "Το ανατρεπόμενο σκάφος πάλι επαναστάτησε"
    συνώνυμο:
  • σωστός

4. Make right or correct

  • "Correct the mistakes"
  • "Rectify the calculation"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • rectify
  • ,
  • right

4. Κάνω σωστό ή σωστό

  • "Διορθώνουμε τα λάθη"
  • "Επανορθώστε τον υπολογισμό"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • διορθώνω

adjective

1. Being or located on or directed toward the side of the body to the east when facing north

  • "My right hand"
  • "Right center field"
  • "A right-hand turn"
  • "The right bank of a river is the bank on your right side when you are facing downstream"
    synonym:
  • right

1. Να είναι ή να βρίσκεται πάνω ή να κατευθύνεται προς την πλευρά του σώματος προς τα ανατολικά όταν βλέπει προς τα βόρεια

  • "Το δεξί μου χέρι"
  • "Σωστό κεντρικό πεδίο"
  • "Δεξιά στροφή"
  • "Η δεξιά όχθη ενός ποταμού είναι η τράπεζα στη δεξιά πλευρά σας όταν βλέπετε προς τα κάτω"
    συνώνυμο:
  • σωστός

2. Free from error

  • Especially conforming to fact or truth
  • "The correct answer"
  • "The correct version"
  • "The right answer"
  • "Took the right road"
  • "The right decision"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

2. Απαλλαγμένος από το σφάλμα

  • Ειδικά να συμμορφώνεται με το γεγονός ή την αλήθεια
  • "Η σωστή απάντηση"
  • "Η σωστή έκδοση"
  • "Η σωστή απάντηση"
  • "Πήρα το σωστό δρόμο"
  • "Σωστή απόφαση"
    συνώνυμο:
  • σωστός

3. Socially right or correct

  • "It isn't right to leave the party without saying goodbye"
  • "Correct behavior"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

3. Κοινωνικά σωστό ή σωστό

  • "Δεν είναι σωστό να φύγεις από το πάρτι χωρίς να πεις αντίο"
  • "Σωστή συμπεριφορά"
    συνώνυμο:
  • σωστός

4. In conformance with justice or law or morality

  • "Do the right thing and confess"
    synonym:
  • right

4. Σε συμμόρφωση με τη δικαιοσύνη ή το νόμο ή την ηθική

  • "Κάνε το σωστό και ομολόγησε"
    συνώνυμο:
  • σωστός

5. Correct in opinion or judgment

  • "Time proved him right"
    synonym:
  • right
  • ,
  • correct

5. Σωστό κατά τη γνώμη ή την κρίση

  • "Ο χρόνος του αποδείχτηκε σωστός"
    συνώνυμο:
  • σωστός

6. Appropriate for a condition or purpose or occasion or a person's character, needs

  • "Everything in its proper place"
  • "The right man for the job"
  • "She is not suitable for the position"
    synonym:
  • proper
  • ,
  • right

6. Κατάλληλο για κατάσταση ή σκοπό ή περίσταση ή χαρακτήρα ενός ατόμου, ανάγκες

  • "Τα πάντα στη σωστή τους θέση"
  • "Ο σωστός άνθρωπος για τη δουλειά"
  • "Δεν είναι κατάλληλη για τη θέση"
    συνώνυμο:
  • σωστός

7. Of or belonging to the political or intellectual right

    synonym:
  • right

7. Από ή ανήκουν στο πολιτικό ή πνευματικό δικαίωμα

    συνώνυμο:
  • σωστός

8. In or into a satisfactory condition

  • "Things are right again now"
  • "Put things right"
    synonym:
  • right

8. Σε ή σε ικανοποιητική κατάσταση

  • "Τα πράγματα είναι πάλι τώρα"
  • "Βάλτε τα πράγματα σωστά"
    συνώνυμο:
  • σωστός

9. Intended for the right hand

  • "A right-hand glove"
    synonym:
  • right(a)
  • ,
  • right-hand(a)

9. Προορίζεται για το δεξί χέρι

  • "Ένα γάντι δεξί"
    συνώνυμο:
  • δεξιά(
  • ,
  • δεξιά-()

10. In accord with accepted standards of usage or procedure

  • "What's the right word for this?"
  • "The right way to open oysters"
    synonym:
  • correct
  • ,
  • right

10. Σύμφωνα με τα αποδεκτά πρότυπα χρήσης ή διαδικασίας

  • "Ποια είναι η σωστή λέξη για αυτό?"
  • "Ο σωστός τρόπος για να ανοίξετε στρείδια"
    συνώνυμο:
  • σωστός

11. Having the axis perpendicular to the base

  • "A right angle"
    synonym:
  • right

11. Έχοντας τον άξονα κάθετα προς τη βάση

  • "Μια ορθή γωνία"
    συνώνυμο:
  • σωστός

12. (of the side of cloth or clothing) facing or intended to face outward

  • "The right side of the cloth showed the pattern"
  • "Be sure your shirt is right side out"
    synonym:
  • right(a)

12. (από την πλευρά του υφάσματος ή του ρουχισμού) που αντιμετωπίζει ή προορίζεται να αντιμετωπίσει προς τα έξω

  • "Η δεξιά πλευρά του υφάσματος έδειξε το μοτίβο"
  • "Βεβαιωθείτε ότι το πουκάμισό σας είναι ακριβώς έξω"
    συνώνυμο:
  • δεξιά(

13. Most suitable or right for a particular purpose

  • "A good time to plant tomatoes"
  • "The right time to act"
  • "The time is ripe for great sociological changes"
    synonym:
  • good
  • ,
  • right
  • ,
  • ripe

13. Το πιο κατάλληλο ή το δικαίωμα για ένα συγκεκριμένο σκοπό

  • "Μια καλή στιγμή για να φυτέψετε ντομάτες"
  • "Η κατάλληλη στιγμή για δράση"
  • "Ο χρόνος είναι ώριμος για μεγάλες κοινωνιολογικές αλλαγές"
    συνώνυμο:
  • καλός
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • ώριμος

14. Precisely accurate

  • "A veracious account"
    synonym:
  • veracious
  • ,
  • right

14. Ακριβώς ακριβής

  • "Ειλικρινής λογαριασμός"
    συνώνυμο:
  • αληθινόσ
  • ,
  • σωστός

adverb

1. Precisely, exactly

  • "Stand right here!"
    synonym:
  • right

1. Ακριβώς, ακριβώς

  • "Στάσου εδώ!"
    συνώνυμο:
  • σωστός

2. Immediately

  • "She called right after dinner"
    synonym:
  • right

2. Αμέσως

  • "Τηλεφώνησε αμέσως μετά το δείπνο"
    συνώνυμο:
  • σωστός

3. Exactly

  • "He fell flop on his face"
    synonym:
  • right
  • ,
  • flop

3. Ακριβώς

  • "Έπεσε στο πρόσωπό του"
    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • πλαδαρόσ

4. Toward or on the right

  • Also used figuratively
  • "He looked right and left"
  • "The party has moved right"
    synonym:
  • right

4. Προς ή προς τα δεξιά

  • Χρησιμοποιείται και μεταφορικά
  • "Φαινόταν δεξιά και αριστερά"
  • "Το κόμμα έχει κινηθεί σωστά"
    συνώνυμο:
  • σωστός

5. In the right manner

  • "Please do your job properly!"
  • "Can't you carry me decent?"
    synonym:
  • properly
  • ,
  • decently
  • ,
  • decent
  • ,
  • in good order
  • ,
  • right
  • ,
  • the right way

5. Με τον σωστό τρόπο

  • "Παρακαλώ κάντε τη δουλειά σας σωστά!"
  • "Δεν μπορείς να με κουβαλάς αξιοπρεπή?"
    συνώνυμο:
  • σωστά
  • ,
  • αξιοπρεπέσ
  • ,
  • αξιοπρεπής
  • ,
  • σε καλή κατάσταση
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • ο σωστός τρόπος

6. An interjection expressing agreement

    synonym:
  • right
  • ,
  • right on

6. Μια συμφωνία παρεμβολής που εκφράζει συμφωνία

    συνώνυμο:
  • σωστός
  • ,
  • αμέσως

7. Completely

  • "She felt right at home"
  • "He fell right into the trap"
    synonym:
  • right

7. Εντελώς

  • "Ένιωθε σαν στο σπίτι"
  • "Έπεσε ακριβώς στην παγίδα"
    συνώνυμο:
  • σωστός

8. (southern regional intensive) very

  • To a great degree
  • "The baby is mighty cute"
  • "He's mighty tired"
  • "It is powerful humid"
  • "That boy is powerful big now"
  • "They have a right nice place"
  • "They rejoiced mightily"
    synonym:
  • mighty
  • ,
  • mightily
  • ,
  • powerful
  • ,
  • right

8. (νότια περιφερειακή εντατική) πολύ

  • Σε μεγάλο βαθμό
  • "Το μωρό είναι πανέμορφο"
  • "Είναι πολύ κουρασμένος"
  • "Είναι ισχυρό υγρό"
  • "Αυτό το αγόρι είναι ισχυρό τώρα"
  • "Έχουν ένα σωστό ωραίο μέρος"
  • "Χαίρονται δυνατά"
    συνώνυμο:
  • ισχυρός
  • ,
  • δυνατά
  • ,
  • σωστός

9. In accordance with moral or social standards

  • "That serves him right"
  • "Do right by him"
    synonym:
  • justly
  • ,
  • right

9. Σύμφωνα με τα ηθικά ή κοινωνικά πρότυπα

  • "Αυτό τον εξυπηρετεί σωστά"
  • "Κάνε το σωστό από αυτόν"
    συνώνυμο:
  • δίκαια
  • ,
  • σωστός

10. In an accurate manner

  • "The flower had been correctly depicted by his son"
  • "He guessed right"
    synonym:
  • correctly
  • ,
  • right
  • ,
  • aright

10. Με ακριβή τρόπο

  • "Το λουλούδι είχε απεικονιστεί σωστά από το γιο του"
  • "Μαντέψαμε σωστά"
    συνώνυμο:
  • σωστά
  • ,
  • σωστός
  • ,
  • αναμμένοσ

Examples of using

The men's room is on the right, and the women's is on the left.
Το δωμάτιο των ανδρών είναι στα δεξιά, και των γυναικών είναι στα αριστερά.
I'll stay right here until you get back.
Θα μείνω εδώ μέχρι να γυρίσεις.
Put your mind at rest. Everything will turn out all right.
Βάλτε το μυαλό σας σε ηρεμία. Όλα θα πάνε καλά.