Translation meaning & definition of the word "rigging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναβάθμιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rigging
[Αυστηρότητα]/rɪgɪŋ/
noun
1. Gear consisting of ropes etc. supporting a ship's masts and sails
- synonym:
- rigging ,
- tackle
1. Εργαλεία που αποτελούνται από σχοινιά κλπ. που υποστηρίζουν τους ιστούς και τα πανιά ενός πλοίου
- συνώνυμο:
- εξευγενίζω ,
- αντιμετωπίζω
2. Formation of masts, spars, sails, etc., on a vessel
- synonym:
- rig ,
- rigging
2. Σχηματισμός ιστών, αρτηριών, πανιών, κλπ., σε ένα σκάφος
- συνώνυμο:
- εξέδρα ,
- εξευγενίζω
Examples of using
Sharks have been seen from the rigging - it is not safe to bathe any longer; - be quick, get into the boat.
Οι καρχαρίες έχουν δει από την εξέδρα - δεν είναι ασφαλές να κάνετε μπάνιο πλέον - να είστε γρήγοροι, να μπείτε στο σκάφος.