Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rig" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρυθμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rig

[Σκαρφαλώνω]
/rɪg/

noun

1. Gear (including necessary machinery) for a particular enterprise

    synonym:
  • rig

1. Εργαλείο (περιλαμβάνει τα απαραίτητα μηχανήματα) για μια συγκεκριμένη επιχείρηση

    συνώνυμο:
  • εξέδρα

2. A truck consisting of a tractor and trailer together

    synonym:
  • trailer truck
  • ,
  • tractor trailer
  • ,
  • trucking rig
  • ,
  • rig
  • ,
  • articulated lorry
  • ,
  • semi

2. Ένα φορτηγό που αποτελείται από ένα τρακτέρ και ρυμουλκούμενο μαζί

    συνώνυμο:
  • φορτηγό τρέιλερ
  • ,
  • τρέιλερ τρακτέρ
  • ,
  • εξέδρα φορτηγών
  • ,
  • εξέδρα
  • ,
  • αρθρωτό φορτηγό
  • ,
  • ημι

3. Formation of masts, spars, sails, etc., on a vessel

    synonym:
  • rig
  • ,
  • rigging

3. Σχηματισμός ιστών, αρτηριών, πανιών, κλπ., σε ένα σκάφος

    συνώνυμο:
  • εξέδρα
  • ,
  • εξευγενίζω

4. A set of clothing (with accessories)

  • "His getup was exceedingly elegant"
    synonym:
  • outfit
  • ,
  • getup
  • ,
  • rig
  • ,
  • turnout

4. Ένα σύνολο ρούχων ( με αξεσουάρ)

  • "Η συγκέντρωσή του ήταν εξαιρετικά κομψή"
    συνώνυμο:
  • ντύσιμο
  • ,
  • ξυπνώ
  • ,
  • εξέδρα
  • ,
  • προσέλευση

5. Gear used in fishing

    synonym:
  • fishing gear
  • ,
  • tackle
  • ,
  • fishing tackle
  • ,
  • fishing rig
  • ,
  • rig

5. Εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην αλιεία

    συνώνυμο:
  • αλιευτικά εργαλεία
  • ,
  • αντιμετωπίζω
  • ,
  • αλιευτική προστασία
  • ,
  • αλιευτική εξέδρα
  • ,
  • εξέδρα

6. A vehicle with wheels drawn by one or more horses

    synonym:
  • carriage
  • ,
  • equipage
  • ,
  • rig

6. Ένα όχημα με τροχούς που τραβιούνται από ένα ή περισσότερα άλογα

    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • εξοπλισμός
  • ,
  • εξέδρα

7. The act of swindling by some fraudulent scheme

  • "That book is a fraud"
    synonym:
  • swindle
  • ,
  • cheat
  • ,
  • rig

7. Η πράξη της απάτης από κάποιο δόλιο σχέδιο

  • "Το βιβλίο είναι απάτη"
    συνώνυμο:
  • αποπλανώ
  • ,
  • εξαπατώ
  • ,
  • εξέδρα

verb

1. Arrange the outcome of by means of deceit

  • "Rig an election"
    synonym:
  • rig
  • ,
  • set up

1. Τακτοποιήστε το αποτέλεσμα μέσω της εξαπάτησης

  • "Πρόκειται για εκλογές"
    συνώνυμο:
  • εξέδρα
  • ,
  • στήνω

2. Manipulate in a fraudulent manner

  • "Rig prices"
    synonym:
  • rig
  • ,
  • manipulate

2. Χειραγωγήστε με δόλιο τρόπο

  • "Στις τιμές των πρωτοτύπων"
    συνώνυμο:
  • εξέδρα
  • ,
  • χειρίζομαι

3. Connect or secure to

  • "They rigged the bomb to the ignition"
    synonym:
  • rig

3. Συνδέστε ή ασφαλίστε για

  • "Ανέβασαν τη βόμβα στην ανάφλεξη"
    συνώνυμο:
  • εξέδρα

4. Equip with sails or masts

  • "Rig a ship"
    synonym:
  • rig
  • ,
  • set
  • ,
  • set up

4. Εξοπλίστε με πανιά ή κεραμίδια

  • "Φτιάξε ένα πλοίο"
    συνώνυμο:
  • εξέδρα
  • ,
  • σετ
  • ,
  • στήνω