Translation meaning & definition of the word "riding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βόλτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riding
[Ιππασία]/raɪdɪŋ/
noun
1. The sport of siting on the back of a horse while controlling its movements
- synonym:
- riding ,
- horseback riding ,
- equitation
1. Το άθλημα του να κάθεσαι στο πίσω μέρος ενός αλόγου ελέγχοντας τις κινήσεις του
- συνώνυμο:
- ιππασία ,
- ισοποίηση
2. Travel by being carried on horseback
- synonym:
- riding ,
- horseback riding
2. Ταξιδέψτε με τη μεταφορά με άλογο
- συνώνυμο:
- ιππασία
Examples of using
Let's saddle our horses and go riding.
Ας σαλπάρουμε τα άλογά μας και ας πάμε για ιππασία.
Tom is riding a bicycle.
Ο Τομ οδηγεί ποδήλατο.
The car he was riding crashed into a train.
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε συνετρίβη σε ένα τρένο.