Translation meaning & definition of the word "rider" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναβάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rider
[Αναβάτησ]/raɪdər/
noun
1. A traveler who actively rides an animal (as a horse or camel)
- synonym:
- rider
1. Ένας ταξιδιώτης που οδηγεί ενεργά ένα ζώο (ας ένα άλογο ή καμηλ)
- συνώνυμο:
- αναβάτης
2. A clause that is appended to a legislative bill
- synonym:
- rider
2. Μια ρήτρα που προσαρτάται σε ένα νομοθετικό νομοσχέδιο
- συνώνυμο:
- αναβάτης
3. A traveler who actively rides a vehicle (as a bicycle or motorcycle)
- synonym:
- rider
3. Ένας ταξιδιώτης που οδηγεί ενεργά ένα όχημα (ως ποδήλατο ή μοτοσικλέτα)
- συνώνυμο:
- αναβάτης
4. A traveler riding in a vehicle (a boat or bus or car or plane or train etc) who is not operating it
- synonym:
- passenger ,
- rider
4. Ένας ταξιδιώτης που οδηγεί σε ένα όχημα (α βάρκα ή λεωφορείο ή αυτοκίνητο ή αεροπλάνο ή τρένο κλπ) που δεν το λειτουργεί
- συνώνυμο:
- επιβάτης ,
- αναβάτης
Examples of using
A good horse knows its rider.
Ένα καλό άλογο γνωρίζει τον αναβάτη του.
Tom is a great motocross rider.
Ο Τομ είναι ένας υπέροχος αναβάτης μοτοκρός.
That is why I am not an avid bike rider.
Γι 'αυτό δεν είμαι άπληστος αναβάτης ποδηλάτων.