Translation meaning & definition of the word "ride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βόλτα" στην ελληνική γλώσσα
Ride
[Βόλτα]noun
1. A journey in a vehicle (usually an automobile)
- "He took the family for a drive in his new car"
- synonym:
- drive ,
- ride
1. Ένα ταξίδι σε ένα όχημα (συνήθως ένα αυτοκίνητο)
- "Πήρε την οικογένεια για μια οδήγηση στο νέο του αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- βόλτα
2. A mechanical device that you ride for amusement or excitement
- synonym:
- ride
2. Μια μηχανική συσκευή που οδηγείτε για διασκέδαση ή ενθουσιασμό
- συνώνυμο:
- βόλτα
verb
1. Sit and travel on the back of animal, usually while controlling its motions
- "She never sat a horse!"
- "Did you ever ride a camel?"
- "The girl liked to drive the young mare"
- synonym:
- ride ,
- sit
1. Καθίστε και ταξιδέψτε στο πίσω μέρος του ζώου, συνήθως ελέγχοντας τις κινήσεις του
- "Δεν κάθισε ποτέ άλογο!"
- "Κάνατε ποτέ μια καμήλα?"
- "Το κορίτσι άρεσε να οδηγεί τη νεαρή φοράδα"
- συνώνυμο:
- βόλτα ,
- κάθομαι
2. Be carried or travel on or in a vehicle
- "I ride to work in a bus"
- "He rides the subway downtown every day"
- synonym:
- ride
2. Να μεταφέρεται ή να ταξιδεύει επάνω ή μέσα σε όχημα
- "Πηγαίνω για να δουλέψω σε λεωφορείο"
- "Καβαλάει το μετρό στο κέντρο της πόλης κάθε μέρα"
- συνώνυμο:
- βόλτα
3. Continue undisturbed and without interference
- "Let it ride"
- synonym:
- ride
3. Συνεχίστε ανενόχλητοι και χωρίς παρεμβολές
- "Αφήστε το να οδηγήσει"
- συνώνυμο:
- βόλτα
4. Move like a floating object
- "The moon rode high in the night sky"
- synonym:
- ride
4. Κινηθείτε σαν ένα πλωτό αντικείμενο
- "Το φεγγάρι κυλούσε ψηλά στον νυχτερινό ουρανό"
- συνώνυμο:
- βόλτα
5. Harass with persistent criticism or carping
- "The children teased the new teacher"
- "Don't ride me so hard over my failure"
- "His fellow workers razzed him when he wore a jacket and tie"
- synonym:
- tease ,
- razz ,
- rag ,
- cod ,
- tantalize ,
- tantalise ,
- bait ,
- taunt ,
- twit ,
- rally ,
- ride
5. Παρενόχληση με επίμονη κριτική ή σφυροκόπημα
- "Τα παιδιά πείραξαν τον νέο δάσκαλο"
- "Μη με οδηγείς τόσο σκληρά για την αποτυχία μου"
- "Οι συνάδελφοί του τον τάραξαν όταν φορούσε ένα σακάκι και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ραζ ,
- πανουργία ,
- γάδος ,
- τανταλίζω ,
- τανταλίζουν ,
- δόλωμα ,
- τρομακτικό ,
- τουίτ ,
- ράλι ,
- βόλτα
6. Be sustained or supported or borne
- "His glasses rode high on his nose"
- "The child rode on his mother's hips"
- "She rode a wave of popularity"
- "The brothers rode to an easy victory on their father's political name"
- synonym:
- ride
6. Να είναι σταθερή ή υποστηριζόμενη ή να βαρύνει
- "Τα γυαλιά του περνούσαν ψηλά στη μύτη του"
- "Το παιδί καβάλησε στους γοφούς της μητέρας του"
- "Ήρθε κύμα δημοτικότητας"
- "Οι αδελφοί οδήγησαν σε μια εύκολη νίκη στο πολιτικό όνομα του πατέρα τους"
- συνώνυμο:
- βόλτα
7. Have certain properties when driven
- "This car rides smoothly"
- "My new truck drives well"
- synonym:
- drive ,
- ride
7. Έχετε ορισμένες ιδιότητες όταν οδηγείτε
- "Αυτό το αυτοκίνητο βγαίνει ομαλά"
- "Το νέο μου φορτηγό οδηγεί καλά"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- βόλτα
8. Be contingent on
- "The outcomes rides on the results of the election"
- "Your grade will depends on your homework"
- synonym:
- depend on ,
- devolve on ,
- depend upon ,
- ride ,
- turn on ,
- hinge on ,
- hinge upon
8. Εξαρτώμαι από
- "Τα αποτελέσματα των εκλογών"
- "Ο βαθμός σας θα εξαρτηθεί από την εργασία σας"
- συνώνυμο:
- εξαρτάται από ,
- εξευτελίζω ,
- βόλτα ,
- ενεργοποιώ ,
- αρθρώσει
9. Lie moored or anchored
- "Ship rides at anchor"
- synonym:
- ride
9. Αγκυροβολημένο ή αγκυροβολημένο
- "Βόλτες με πλοίο στην άγκυρα"
- συνώνυμο:
- βόλτα
10. Sit on and control a vehicle
- "He rides his bicycle to work every day"
- "She loves to ride her new motorcycle through town"
- synonym:
- ride
10. Καθίστε και ελέγξτε ένα όχημα
- "Καβαλάει το ποδήλατό του για να δουλεύει κάθε μέρα"
- "Λατρεύει να οδηγεί τη νέα μοτοσικλέτα της μέσα από την πόλη"
- συνώνυμο:
- βόλτα
11. Climb up on the body
- "Shorts that ride up"
- "This skirt keeps riding up my legs"
- synonym:
- ride
11. Ανεβαίνω στο σώμα
- "Οι πόρτες που ανεβαίνουν"
- "Αυτή η φούστα συνεχίζει να σηκώνει τα πόδια μου"
- συνώνυμο:
- βόλτα
12. Ride over, along, or through
- "Ride the freeways of california"
- synonym:
- ride
12. Περπατήστε, μαζί ή μέσα
- "Βόλτα στους αυτοκινητόδρομους της καλιφόρνια"
- συνώνυμο:
- βόλτα
13. Keep partially engaged by slightly depressing a pedal with the foot
- "Don't ride the clutch!"
- synonym:
- ride
13. Κρατήστε εν μέρει αρραβωνιασμένοι με ελαφρώς καταθλιπτικό ένα πεντάλ με το πόδι
- "Μην οδηγείτε το συμπλέκτη!"
- συνώνυμο:
- βόλτα
14. Copulate with
- "The bull was riding the cow"
- synonym:
- ride ,
- mount
14. Συνωμοτώ
- "Ο ταύρος περπατούσε την αγελάδα"
- συνώνυμο:
- βόλτα ,
- βουνό