Translation meaning & definition of the word "riddance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Riddance
[Απόκλιση]/rɪdəns/
noun
1. The act of removing or getting rid of something
- synonym:
- elimination ,
- riddance
1. Η πράξη της αφαίρεσης ή της απαλλαγής από κάτι
- συνώνυμο:
- αποβολή ,
- απαλλαγή
2. The act of forcing out someone or something
- "The ejection of troublemakers by the police"
- "The child's expulsion from school"
- synonym:
- ejection ,
- exclusion ,
- expulsion ,
- riddance
2. Η πράξη του να αναγκάζεις κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Η εκτίναξη των ταραχοποιών από την αστυνομία"
- "Η απέλαση του παιδιού από το σχολείο"
- συνώνυμο:
- εκτίναξη ,
- αποκλεισμός ,
- απέλαση ,
- απαλλαγή