Translation meaning & definition of the word "rick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rick
[Ρικ]/rɪk/
noun
1. A painful muscle spasm especially in the neck or back (`rick' and `wrick' are british)
- synonym:
- crick ,
- kink ,
- rick ,
- wrick
1. Ένας επώδυνος μυϊκός σπασμός ειδικά στο λαιμό ή στην πλάτη (`κρικ και `τούβλο' είναι βρεταν)
- συνώνυμο:
- τρίξιμο ,
- παλινδρομείο ,
- ρικ ,
- τραβώ
2. A stack of hay
- synonym:
- haystack ,
- hayrick ,
- rick
2. Μια στοίβα σανό
- συνώνυμο:
- αλεξίπτωτο ,
- χέιικ ,
- ρικ
verb
1. Pile in ricks
- "Rick hay"
- synonym:
- rick
1. Στοίβα στα παλιά
- "Τρικ σανού"
- συνώνυμο:
- ρικ
2. Twist suddenly so as to sprain
- "Wrench one's ankle"
- "The wrestler twisted his shoulder"
- "The hikers sprained their ankles when they fell"
- "I turned my ankle and couldn't walk for several days"
- synonym:
- twist ,
- sprain ,
- wrench ,
- turn ,
- wrick ,
- rick
2. Στρίψτε ξαφνικά για να διαστραφείτε
- "Γαλλικός αστράγαλος"
- "Ο παλαιστής έστριψε τον ώμο του"
- "Οι πεζοπόροι έσπασαν τους αστραγάλους τους όταν έπεσαν"
- "Γύριζα τον αστράγαλό μου και δεν μπορούσα να περπατήσω για αρκετές μέρες"
- συνώνυμο:
- συστροφή ,
- διάστρεμμα ,
- κλειδί ,
- στρέφω ,
- τραβώ ,
- ρικ