Translation meaning & definition of the word "richly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Richly
[Πλούσια]/rɪʧli/
adverb
1. To an ample degree or in an ample manner
- "These voices were amply represented"
- "We benefited richly"
- synonym:
- amply ,
- richly
1. Σε άφθονο βαθμό ή με άφθονο τρόπο
- "Αυτές οι φωνές εκπροσωπούνταν ευρέως"
- "Ωφεληθήκαμε πλούσια"
- συνώνυμο:
- απλά ,
- πλούσια
2. In a rich manner
- "He lives high"
- synonym:
- high ,
- richly ,
- luxuriously
2. Με πλούσιο τρόπο
- "Ζει ψηλά"
- συνώνυμο:
- υψηλός ,
- πλούσια ,
- πολυτελώσ
3. In a rich and lavish manner
- "Lavishly decorated"
- synonym:
- lavishly ,
- richly ,
- extravagantly
3. Με πλούσιο και πλούσιο τρόπο
- "Ευαίσθητα διακοσμημένο"
- συνώνυμο:
- πλούσια ,
- υπερβολικά