Translation meaning & definition of the word "rich" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσια" στην ελληνική γλώσσα
Rich
[Πλούσιος]noun
1. People who have possessions and wealth (considered as a group)
- "Only the very rich benefit from this legislation"
- synonym:
- rich people ,
- rich
1. Οι άνθρωποι που έχουν αποκτήματα και πλούτο (θεωρούνται ως ομάδα)
- "Μόνο οι πολύ πλούσιοι επωφελούνται από αυτή τη νομοθεσία"
- συνώνυμο:
- πλούσιοι άνθρωποι ,
- πλούσιος
adjective
1. Possessing material wealth
- "Her father is extremely rich"
- "Many fond hopes are pinned on rich uncles"
- synonym:
- rich
1. Κατοχή υλικού πλούτου
- "Ο πατέρας της είναι πολύ πλούσιος"
- "Πολλές συμπαθητικές ελπίδες καρφώνονται σε πλούσιους θείους"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
2. Having an abundant supply of desirable qualities or substances (especially natural resources)
- "Blessed with a land rich in minerals"
- "Rich in ideas"
- "Rich with cultural interest"
- synonym:
- rich
2. Έχοντας άφθονη προσφορά επιθυμητών ποιοτήτων ή ουσιών (ειδικά φυσικών πόρων)
- "Ευλογημένη με γη πλούσια σε ορυκτά"
- "Πλούσια σε ιδέες"
- "Πλούσια σε πολιτιστικό ενδιαφέρον"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
3. Of great worth or quality
- "A rich collection of antiques"
- synonym:
- rich
3. Μεγάλη αξία ή ποιότητα
- "Πλούσια συλλογή από αντίκες"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
4. Marked by great fruitfulness
- "Fertile farmland"
- "A fat land"
- "A productive vineyard"
- "Rich soil"
- synonym:
- fat ,
- fertile ,
- productive ,
- rich
4. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη καρποφορία
- "Γονιμοποιημένη γεωργική γη"
- "Μια χοντρή γη"
- "Ένας παραγωγικός αμπελώνας"
- "Πλούσιο χώμα"
- συνώνυμο:
- λίπος ,
- εύφορος ,
- παραγωγικός ,
- πλούσιος
5. Strong
- Intense
- "Deep purple"
- "A rich red"
- synonym:
- deep ,
- rich
5. Ισχυρός
- Έντονος
- "Βαθύ πορφυρό"
- "Πλούσιο κόκκινο"
- συνώνυμο:
- βαθύς ,
- πλούσιος
6. Very productive
- "Rich seams of coal"
- synonym:
- rich
6. Πολύ παραγωγικός
- "Πλούσιες ραφές άνθρακα"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
7. High in mineral content
- Having a high proportion of fuel to air
- "A rich vein of copper", "a rich gas mixture"
- synonym:
- rich
7. Υψηλή περιεκτικότητα σε ορυκτά
- Υψηλό ποσοστό καυσίμου στον αέρα
- "Πλούσια φλέβα χαλκού", "ένα πλούσιο μίγμα αερίου"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
8. Suggestive of or characterized by great expense
- "A rich display"
- synonym:
- rich
8. Υποβάλλοντας ή χαρακτηρίζοντας από μεγάλη δαπάνη
- "Πλούσια οθόνη"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
9. Containing plenty of fat, or eggs, or sugar
- "Rich desserts"
- "They kept gorging on rich foods"
- synonym:
- rich
9. Που περιέχουν άφθονο λίπος, ή αυγά, ή ζάχαρη
- "Πλούσια επιδόρπια"
- "Συνέχισαν να φαγουρίζουν σε πλούσια τρόφιμα"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
10. Marked by richness and fullness of flavor
- "A rich ruby port"
- "Full-bodied wines"
- "A robust claret"
- "The robust flavor of fresh-brewed coffee"
- synonym:
- full-bodied ,
- racy ,
- rich ,
- robust
10. Χαρακτηρίζεται από πλούτο και πληρότητα της γεύσης
- "Ένα πλούσιο λιμάνι ρουμπίνι"
- "Πλήρης-σωματώδη κρασιά"
- "Ένας ισχυρός κλαρέτος"
- "Η στιβαρή γεύση του φρέσκου καφέ"
- συνώνυμο:
- πλήρης ,
- τραγανόσ ,
- πλούσιος ,
- στιβαρός
11. Pleasantly full and mellow
- "A rich tenor voice"
- synonym:
- rich
11. Ευχάριστα γεμάτο και μαλακό
- "Πλούσια φωνή τενόρου"
- συνώνυμο:
- πλούσιος
12. Affording an abundant supply
- "Had ample food for the party"
- "Copious provisions"
- "Food is plentiful"
- "A plenteous grape harvest"
- "A rich supply"
- synonym:
- ample ,
- copious ,
- plenteous ,
- plentiful ,
- rich
12. Παρέχοντας μια άφθονη προσφορά
- "Είχα άφθονο φαγητό για το πάρτι"
- "Αντιγραφικές διατάξεις"
- "Το φαγητό είναι άφθονο"
- "Πλούσια συγκομιδή σταφυλιών"
- "Πλούσια προσφορά"
- συνώνυμο:
- άφθονος ,
- πληθωρικόσ ,
- πλούσιος