Translation meaning & definition of the word "rhine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρύλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rhine
[Ρήνος]/raɪn/
noun
1. United states parapsychologist (1895-1980)
- synonym:
- Rhine ,
- J. B. Rhine ,
- Joseph Banks Rhine
1. Ηνωμένες πολιτείες παραψυχολόγος (1895-1980)
- συνώνυμο:
- Ρήνος ,
- Τ. Β. Ρήνος ,
- Τζόζεφ Μπανκς Ρήνος
2. A major european river carrying more traffic than any other river in the world
- Flows into the north sea
- synonym:
- Rhine ,
- Rhine River ,
- Rhein
2. Ένας μεγάλος ευρωπαϊκός ποταμός που μεταφέρει περισσότερη κίνηση από οποιοδήποτε άλλο ποτάμι στον κόσμο
- Εκβάλλει στη βόρεια θάλασσα
- συνώνυμο:
- Ρήνος ,
- Ρήνοσ