Translation meaning & definition of the word "rheumatoid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρευματοειδές" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rheumatoid
[Ρευματοειδείσ]/rumətɔɪd/
adjective
1. Of or pertaining to arthritis
- "My creaky old joints"
- "Rheumy with age and grief"
- synonym:
- arthritic ,
- creaky ,
- rheumatic ,
- rheumatoid ,
- rheumy
1. Από ή που σχετίζονται με την αρθρίτιδα
- "Οι κρυφές παλιές μου αρθρώσεις"
- "Γευματίζονται με την ηλικία και τη θλίψη"
- συνώνυμο:
- αρθριτικά ,
- τρυπητόσ ,
- ρευματικόσ ,
- ρευματοειδής ,
- ρευματώδησ