Translation meaning & definition of the word "rhein" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρείν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rhein
[Ρήνοσ]/raɪn/
noun
1. A major european river carrying more traffic than any other river in the world
- Flows into the north sea
- synonym:
- Rhine ,
- Rhine River ,
- Rhein
1. Ένας μεγάλος ευρωπαϊκός ποταμός που μεταφέρει περισσότερη κίνηση από οποιοδήποτε άλλο ποτάμι στον κόσμο
- Εκβάλλει στη βόρεια θάλασσα
- συνώνυμο:
- Ρήνος ,
- Ρήνοσ