Translation meaning & definition of the word "revolver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταγωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revolver
[Επαναστάτησ]/rɪvɑlvər/
noun
1. A pistol with a revolving cylinder (usually having six chambers for bullets)
- synonym:
- revolver ,
- six-gun ,
- six-shooter
1. Ένα πιστόλι με περιστρεφόμενο κύλινδρο (συνήθως έχει έξι θαλάμους για σφαίρες)
- συνώνυμο:
- περίστροφο ,
- έξι όπλα ,
- εξαφραστήσ
2. A door consisting of four orthogonal partitions that rotate about a central pivot
- A door designed to equalize the air pressure in tall buildings
- synonym:
- revolving door ,
- revolver
2. Μια πόρτα που αποτελείται από τέσσερα ορθογώνια χωρίσματα που περιστρέφονται περίπου έναν κεντρικό άξονα
- Μια πόρτα σχεδιασμένη για να εξισώσει την πίεση του αέρα σε ψηλά κτίρια
- συνώνυμο:
- περιστρεφόμενη πόρτα ,
- περίστροφο