Translation meaning & definition of the word "revolt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βολτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revolt
[Εξέγερση]/rɪvoʊlt/
noun
1. Organized opposition to authority
- A conflict in which one faction tries to wrest control from another
- synonym:
- rebellion ,
- insurrection ,
- revolt ,
- rising ,
- uprising
1. Οργανωμένη αντίθεση στην εξουσία
- Μια σύγκρουση στην οποία μια φατρία προσπαθεί να παλέψει με τον έλεγχο από μια άλλη
- συνώνυμο:
- εξέγερση ,
- αυξανόμενος
verb
1. Make revolution
- "The people revolted when bread prices tripled again"
- synonym:
- revolt
1. Κάντε επανάσταση
- "Ο λαός επαναστάτησε όταν οι τιμές του ψωμιού τριπλασιάστηκαν και πάλι"
- συνώνυμο:
- εξέγερση
2. Fill with distaste
- "This spoilt food disgusts me"
- synonym:
- disgust ,
- gross out ,
- revolt ,
- repel
2. Γεμίστε με αποστροφή
- "Αυτό το χαλασμένο φαγητό με αηδιάζει"
- συνώνυμο:
- αηδία ,
- ακαθάριστος ,
- εξέγερση ,
- αποκρούω
3. Cause aversion in
- Offend the moral sense of
- "The pornographic pictures sickened us"
- synonym:
- disgust ,
- revolt ,
- nauseate ,
- sicken ,
- churn up
3. Προκαλώ αντιστροφή
- Προσβάλλει την ηθική αίσθηση του
- "Οι πορνογραφικές εικόνες μας αρρώστησαν"
- συνώνυμο:
- αηδία ,
- εξέγερση ,
- ναυτία ,
- αρρωσταίνω ,
- ανατριχιάζω
Examples of using
The revolt was put down with little trouble.
Η εξέγερση καταρρίφθηκε με λίγα προβλήματα.
People rose in revolt against the King.
Οι άνθρωποι αναστήθηκαν εναντίον του βασιλιά.
A revolt broke out.
Ξέσπασε μια εξέγερση.