Translation meaning & definition of the word "revision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναθεώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revision
[Αναθεώρηση]/rivɪʒən/
noun
1. The act of revising or altering (involving reconsideration and modification)
- "It would require a drastic revision of his opinion"
- synonym:
- revision ,
- alteration
1. Η πράξη της αναθεώρησης ή της μεταβολής της (περιλαμβάνει την επανεξέταση και την τροποποίηση)
- "Θα απαιτούσε μια δραστική αναθεώρηση της γνώμης του"
- συνώνυμο:
- αναθεώρηση ,
- αλλαγή
2. The act of rewriting something
- synonym:
- revision ,
- revisal ,
- revise ,
- rescript
2. Η πράξη της επαναγραφής κάτι
- συνώνυμο:
- αναθεώρηση ,
- αναθεωρώ ,
- αποστασιολόγηση
3. Something that has been written again
- "The rewrite was much better"
- synonym:
- rewrite ,
- revision ,
- rescript
3. Κάτι που γράφτηκε ξανά
- "Η αναθεώρηση ήταν πολύ καλύτερη"
- συνώνυμο:
- ξαναγράψτε ,
- αναθεώρηση ,
- αποστασιολόγηση
Examples of using
Branching and merging are two basic operations of revision control.
Η διακλάδωση και η συγχώνευση είναι δύο βασικές λειτουργίες ελέγχου αναθεώρησης.
The revision of this dictionary took six years.
Η αναθεώρηση αυτού του λεξικού διήρκεσε έξι χρόνια.