Translation meaning & definition of the word "reversible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστρέψιμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reversible
[Αναστρέψιμη]/rɪvərsəbəl/
noun
1. A garment (especially a coat) that can be worn inside out (with either side of the cloth showing)
- synonym:
- reversible
1. Ένα ένδυμα (ειδικά ένα παλτό) που μπορεί να φορεθεί μέσα έξω (με κάθε πλευρά του υφάσματος που δείχνει)
- συνώνυμο:
- αναστρέψιμη
adjective
1. Capable of reversing or being reversed
- "Reversible hypertension"
- synonym:
- reversible
1. Ικανό να αντιστρέψει ή να αντιστραφεί
- "Αναστρέψιμη υπέρταση"
- συνώνυμο:
- αναστρέψιμη
2. Capable of being reversed or used with either side out
- "A reversible jacket"
- synonym:
- reversible ,
- two-sided
2. Ικανό να αντιστραφεί ή να χρησιμοποιηθεί με κάθε πλευρά προς τα έξω
- "Αναστρέψιμο σακάκι"
- συνώνυμο:
- αναστρέψιμη ,
- διπλής όψης
3. Capable of being reversed
- "A reversible decision is one that can be appealed or vacated"
- synonym:
- reversible
3. Ικανό να αντιστραφεί
- "Μια αναστρέψιμη απόφαση είναι αυτή που μπορεί να ασκηθεί έφεση ή να εκκενωθεί"
- συνώνυμο:
- αναστρέψιμη
4. Capable of assuming or producing either of two states
- "A reversible chemical reaction"
- "A reversible cell"
- synonym:
- reversible
4. Ικανό να υποθέτει ή να παράγει ένα από τα δύο κράτη
- "Αναστρέψιμη χημική αντίδραση"
- "Αναστρέψιμο κύτταρο"
- συνώνυμο:
- αναστρέψιμη