Translation meaning & definition of the word "reversed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναστράφηκε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reversed
[Αντιστρεφόμενο]/rɪvərst/
adjective
1. Turned inside out and resewn
- "The reversed collar looked as good as new"
- synonym:
- reversed
1. Αναστραφεί μέσα έξω και επαναστατεί
- "Το αντεστραμμένο κολάρο φαινόταν τόσο καλό όσο το νέο"
- συνώνυμο:
- αντιστρέφεται
2. Turned about in order or relation
- "Transposed letters"
- synonym:
- converse ,
- reversed ,
- transposed
2. Ενεργοποιήθηκε με τη σειρά ή τη σχέση
- "Μεταφερόμενα γράμματα"
- συνώνυμο:
- συζητώ ,
- αντιστρέφεται ,
- μεταφερθεί