Translation meaning & definition of the word "reverent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφραστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reverent
[Αποκαλυπτικόσ]/rɛvərənt/
adjective
1. Feeling or showing profound respect or veneration
- "Maintained a reverent silence"
- synonym:
- reverent
1. Αίσθημα ή επίδειξη βαθύ σεβασμό ή λατρεία
- "Διατήρησε μια ευλαβική σιωπή"
- συνώνυμο:
- ευλαβήσ
2. Showing great reverence for god
- "A godly man"
- "Leading a godly life"
- synonym:
- godly ,
- reverent ,
- worshipful
2. Δείχνοντας μεγάλη ευλάβεια για τον θεό
- "Ευσεβής άνθρωπος"
- "Πρωταγωνιστής μιας θεϊκής ζωής"
- συνώνυμο:
- θεοσεβήσ ,
- ευλαβήσ ,
- λατρευτικόσ