Translation meaning & definition of the word "reverence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπομπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reverence
[Αποκάλυψη]/rɛvərəns/
noun
1. A feeling of profound respect for someone or something
- "The fear of god"
- "The chinese reverence for the dead"
- "The french treat food with gentle reverence"
- "His respect for the law bordered on veneration"
- synonym:
- fear ,
- reverence ,
- awe ,
- veneration
1. Αίσθημα βαθύ σεβασμού για κάποιον ή κάτι τέτοιο
- "Ο φόβος του θεού"
- "Η κινεζική ευλάβεια για τους νεκρούς"
- "Οι γάλλοι αντιμετωπίζουν τα τρόφιμα με απαλό σεβασμό"
- "Ο σεβασμός του για το νόμο που συνορεύει με τη λατρεία"
- συνώνυμο:
- φόβος ,
- ευλάβεια ,
- δέος ,
- προσκύνημα
2. A reverent mental attitude
- synonym:
- reverence
2. Μια ευλαβική ψυχική στάση
- συνώνυμο:
- ευλάβεια
3. An act showing respect (especially a bow or curtsy)
- synonym:
- reverence
3. Μια πράξη που δείχνει σεβασμό (ειδικά ένα τόξο ή καρτσι)
- συνώνυμο:
- ευλάβεια
verb
1. Regard with feelings of respect and reverence
- Consider hallowed or exalted or be in awe of
- "Fear god as your father"
- "We venerate genius"
- synonym:
- reverence ,
- fear ,
- revere ,
- venerate
1. Σεβασμός με αισθήματα σεβασμού και ευλάβειας
- Σκεφτείτε τον ενθουσιασμό ή τον εξυψωμένο ή να είστε σε δέος
- "Φοβάσαι τον θεό ως πατέρα σου"
- "Τιμούμε την ιδιοφυΐα"
- συνώνυμο:
- ευλάβεια ,
- φόβος ,
- επιτιμώ ,
- τιμά