Translation meaning & definition of the word "revenge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εκδίκηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revenge
[Εκδίκηση]/rivɛnʤ/
noun
1. Action taken in return for an injury or offense
- synonym:
- retaliation ,
- revenge
1. Ενέργειες που λαμβάνονται ως αντάλλαγμα για τραυματισμό ή αδίκημα
- συνώνυμο:
- αντίποινα ,
- εκδίκηση
verb
1. Take revenge for a perceived wrong
- "He wants to avenge the murder of his brother"
- synonym:
- revenge ,
- avenge ,
- retaliate
1. Πάρτε εκδίκηση για ένα αντιληπτό λάθος
- "Θέλει να εκδικηθεί τη δολοφονία του αδελφού του"
- συνώνυμο:
- εκδίκηση ,
- αντίποινα
Examples of using
It's time I got revenge. Now I will kill you!
Ήρθε η ώρα να εκδικηθώ. Τώρα θα σε σκοτώσω!
Tom wanted revenge.
Ο Τομ ήθελε εκδίκηση.
He took revenge.
Πήρε εκδίκηση.