Translation meaning & definition of the word "revelry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απόκτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revelry
[Αποκαλυπτικότητα]/rɛvəlri/
noun
1. Unrestrained merrymaking
- synonym:
- revel ,
- revelry
1. Ανεξέλεγκτη χαρά
- συνώνυμο:
- απολαμβάνω ,
- γλυπτά