Translation meaning & definition of the word "reveille" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βλέπουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reveille
[Αποκάλυψη]/rɛvəli/
noun
1. (military) signal to wake up
- synonym:
- reveille ,
- wake-up signal
1. (στρατιωτικό) σήμα για να ξυπνήσει
- συνώνυμο:
- ευλογία ,
- σήμα αφύπνισης
2. A signal to get up in the morning
- In the military it is a bugle call at sunrise
- synonym:
- reveille
2. Ένα σήμα για να σηκωθεί το πρωί
- Στο στρατό είναι μια κλήση σφαλμάτων με την ανατολή του ηλίου
- συνώνυμο:
- ευλογία