Translation meaning & definition of the word "revamp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναθεώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Revamp
[Αναβαθμίσει]/rivæmp/
verb
1. To patch up or renovate
- Repair or restore
- "They revamped their old house before selling it"
- synonym:
- revamp
1. Για να επανατοποθετήσετε ή να ανακαινίσετε
- Επισκευή ή επαναφορά
- "Ανανέωσαν το παλιό τους σπίτι πριν το πουλήσουν"
- συνώνυμο:
- ανανεώσει
2. Provide (a shoe) with a new vamp
- "Revamp my old boots"
- synonym:
- vamp ,
- revamp
2. Παρέχετε ( παπούτσι) με ένα νέο βαμπίρ
- "Ανακατασκευάστε τις παλιές μου μπότες"
- συνώνυμο:
- βαμπίρ ,
- ανανεώσει