Translation meaning & definition of the word "rev" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντομογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rev
[Αναθεωρώ]/rɛv/
noun
1. Rate of revolution of a motor
- "The engine was doing 6000 revs"
- synonym:
- revolutions per minute ,
- rpm ,
- rev
1. Ποσοστό επανάστασης ενός κινητήρα
- "Ο κινητήρας έκανε 6000 στροφές"
- συνώνυμο:
- επαναστάσεις ανά λεπτό ,
- ρμμ ,
- αναθεωρώ
verb
1. Increase the number of rotations per minute
- "Rev up an engine"
- synonym:
- rev up ,
- rev
1. Αυξήστε τον αριθμό των περιστροφών ανά λεπτό
- "Ξαναβάλτε έναν κινητήρα"
- συνώνυμο:
- αναθεωρώ