Translation meaning & definition of the word "return" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
Return
[Επιστροφή]noun
1. Document giving the tax collector information about the taxpayer's tax liability
- "His gross income was enough that he had to file a tax return"
- synonym:
- tax return ,
- income tax return ,
- return
1. Έγγραφο που δίνει στον φοροεισπράκτορα πληροφορίες σχετικά με τη φορολογική υποχρέωση του φορολογούμενου
- "Το ακαθάριστο εισόδημά του ήταν αρκετό που έπρεπε να υποβάλει φορολογική δήλωση"
- συνώνυμο:
- φορολογική δήλωση ,
- δήλωση φορολογίας εισοδήματος ,
- επιστροφή
2. A coming to or returning home
- "On his return from australia we gave him a welcoming party"
- synonym:
- return ,
- homecoming
2. Ένας ερχομός ή επιστροφή στο σπίτι
- "Κατά την επιστροφή του από την αυστραλία του κάναμε ένα φιλόξενο πάρτι"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- επιστροφή στο σπίτι
3. The occurrence of a change in direction back in the opposite direction
- synonym:
- return ,
- coming back
3. Η εμφάνιση μιας αλλαγής κατεύθυνσης πίσω στην αντίθετη κατεύθυνση
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- επιστρέφοντας
4. Getting something back again
- "Upon the restitution of the book to its rightful owner the child was given a tongue lashing"
- synonym:
- restitution ,
- return ,
- restoration ,
- regaining
4. Παίρνοντας κάτι πίσω ξανά
- "Με την επιστροφή του βιβλίου στον νόμιμο ιδιοκτήτη του, το παιδί δέχτηκε ένα μαστίγωμα γλώσσας"
- συνώνυμο:
- αποκατάσταση ,
- επιστροφή ,
- ανακτώντας
5. The act of going back to a prior location
- "They set out on their return to the base camp"
- synonym:
- return
5. Η πράξη της επιστροφής σε προηγούμενη τοποθεσία
- "Ξεκίνησαν για την επιστροφή τους στο στρατόπεδο βάσης"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
6. The income or profit arising from such transactions as the sale of land or other property
- "The average return was about 5%"
- synonym:
- return ,
- issue ,
- take ,
- takings ,
- proceeds ,
- yield ,
- payoff
6. Τα έσοδα ή τα κέρδη που προκύπτουν από τέτοιες συναλλαγές όπως η πώληση γης ή άλλης περιουσίας
- "Η μέση απόδοση ήταν περίπου 5%"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- θέμα ,
- παίρνω ,
- λήψεισ ,
- προϊόντα ,
- απόδοση ,
- αποπληρωμή
7. Happening again (especially at regular intervals)
- "The return of spring"
- synonym:
- recurrence ,
- return
7. Συμβαίνει ξανά (ειδικά σε τακτά χρονικά διαστήματα)
- "Η επιστροφή της άνοιξης"
- συνώνυμο:
- επανεμφάνιση ,
- επιστροφή
8. A quick reply to a question or remark (especially a witty or critical one)
- "It brought a sharp rejoinder from the teacher"
- synonym:
- rejoinder ,
- retort ,
- return ,
- riposte ,
- replication ,
- comeback ,
- counter
8. Μια γρήγορη απάντηση σε μια ερώτηση ή παρατήρηση (ειδικά μια πνευματώδη ή επικριτική)
- "Έφερε μια απότομη ανταπόκριση από τον δάσκαλο"
- συνώνυμο:
- ανταπαντώ ,
- επιστροφή ,
- ανταπόκριση ,
- αντιγραφή ,
- αντιμετωπιστής
9. The key on electric typewriters or computer keyboards that causes a carriage return and a line feed
- synonym:
- return key ,
- return
9. Το κλειδί σε ηλεκτρικές γραφομηχανές ή πληκτρολόγια υπολογιστών που προκαλεί επιστροφή φορείου και τροφοδοσία γραμμής
- συνώνυμο:
- κλειδί επιστροφής ,
- επιστροφή
10. A reciprocal group action
- "In return we gave them as good as we got"
- synonym:
- return ,
- paying back ,
- getting even
10. Μια αμοιβαία ομαδική δράση
- "Σε αντάλλαγμα τους δώσαμε τόσο καλό όσο πήραμε"
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- ανταποδίδοντας ,
- αποκτώντας ομοιόμορφο
11. A tennis stroke that sends the ball back to the other player
- "He won the point on a cross-court return"
- synonym:
- return
11. Ένα χτύπημα τένις που στέλνει την μπάλα πίσω στον άλλο παίκτη
- "Κέρδισε τον πόντο με επιστροφή στο γήπεδο"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
12. (american football) the act of running back the ball after a kickoff or punt or interception or fumble
- synonym:
- return
12. (αμερικάνικο ποδόσφαιρο) η πράξη του να τρέχεις πίσω την μπάλα μετά από ένα εναρκτήριο λάκτισμα ή λάκτισμα ή κόψιμο ή χτύπημα
- συνώνυμο:
- επιστροφή
13. The act of someone appearing again
- "His reappearance as hamlet has been long awaited"
- synonym:
- reappearance ,
- return
13. Η πράξη κάποιου που εμφανίζεται ξανά
- "Η επανεμφάνισή του ως άμλετ ήταν πολυαναμενόμενη"
- συνώνυμο:
- επανεμφάνιση ,
- επιστροφή
verb
1. Go or come back to place, condition, or activity where one has been before
- "Return to your native land"
- "The professor returned to his teaching position after serving as dean"
- synonym:
- return
1. Πηγαίνετε ή επιστρέψτε στον τόπο, την κατάσταση ή τη δραστηριότητα όπου κάποιος ήταν στο παρελθόν
- "Επιστροφή στην πατρίδα σας"
- "Ο καθηγητής επέστρεψε στη θέση του καθηγητή αφού υπηρέτησε ως κοσμήτορας"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
2. Give back
- "Render money"
- synonym:
- render ,
- return
2. Ανταποδίδω
- "Παραδώστε χρήματα"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- επιστροφή
3. Go back to a previous state
- "We reverted to the old rules"
- synonym:
- revert ,
- return ,
- retrovert ,
- regress ,
- turn back
3. Επιστρέψτε σε προηγούμενη κατάσταση
- "Επιστρέψαμε στους παλιούς κανόνες"
- συνώνυμο:
- επαναφέρω ,
- επιστροφή ,
- αναδρομικά ,
- παλινδρόμηση ,
- γύρνα πίσω
4. Go back to something earlier
- "This harks back to a previous remark of his"
- synonym:
- hark back ,
- return ,
- come back ,
- recall
4. Γύρνα σε κάτι νωρίτερα
- "Αυτό παραπέμπει σε προηγούμενη παρατήρησή του"
- συνώνυμο:
- hark back ,
- επιστροφή ,
- γύρνα πίσω ,
- ανάκληση
5. Bring back to the point of departure
- synonym:
- return ,
- take back ,
- bring back
5. Επαναφέρετε στο σημείο αναχώρησης
- συνώνυμο:
- επιστροφή ,
- πάρε πίσω ,
- φέρνω πίσω
6. Return in kind
- "Return a compliment"
- "Return her love"
- synonym:
- return
6. Επιστροφή σε είδος
- "Επιστρέψτε ένα κομπλιμέντο"
- "Επιστρέψτε την αγάπη της"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
7. Make a return
- "Return a kickback"
- synonym:
- return
7. Κάνε μια επιστροφή
- "Επιστροφή μίζας"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
8. Answer back
- synonym:
- retort ,
- come back ,
- repay ,
- return ,
- riposte ,
- rejoin
8. Απάντηση πίσω
- συνώνυμο:
- ανταπαντώ ,
- γύρνα πίσω ,
- αποζημιώνω ,
- επιστροφή ,
- ανταπόκριση ,
- επανέρχομαι
9. Be restored
- "Her old vigor returned"
- synonym:
- come back ,
- return
9. Αποκαθίσταται
- "Το παλιό της σφρίγος επέστρεψε"
- συνώνυμο:
- γύρνα πίσω ,
- επιστροφή
10. Pay back
- "Please refund me my money"
- synonym:
- refund ,
- return ,
- repay ,
- give back
10. Αποπληρώνω
- "Παρακαλώ επιστρέψτε μου τα χρήματά μου"
- συνώνυμο:
- επιστροφή χρημάτων ,
- επιστροφή ,
- αποζημιώνω ,
- ανταποδίδω
11. Pass down
- "Render a verdict"
- "Deliver a judgment"
- synonym:
- render ,
- deliver ,
- return
11. Περνώ κάτω
- "Ετυμηγορία"
- "Εκδώστε μια κρίση"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- παραδίδω ,
- επιστροφή
12. Elect again
- synonym:
- reelect ,
- return
12. Εκλέξτε ξανά
- συνώνυμο:
- επανεκλέγω ,
- επιστροφή
13. Be inherited by
- "The estate fell to my sister"
- "The land returned to the family"
- "The estate devolved to an heir that everybody had assumed to be dead"
- synonym:
- fall ,
- return ,
- pass ,
- devolve
13. Να κληρονομηθεί από
- "Το κτήμα έπεσε στην αδερφή μου"
- "Η γη επέστρεψε στην οικογένεια"
- "Η περιουσία μεταβιβάστηκε σε έναν κληρονόμο που όλοι είχαν υποθέσει ότι ήταν νεκρός"
- συνώνυμο:
- πτώση ,
- επιστροφή ,
- περνώ ,
- ανατρέπω
14. Return to a previous position
- In mathematics
- "The point returned to the interior of the figure"
- synonym:
- return
14. Επιστροφή σε προηγούμενη θέση
- Στα μαθηματικά
- "Το σημείο επέστρεψε στο εσωτερικό της φιγούρας"
- συνώνυμο:
- επιστροφή
15. Give or supply
- "The cow brings in 5 liters of milk"
- "This year's crop yielded 1,000 bushels of corn"
- "The estate renders some revenue for the family"
- synonym:
- render ,
- yield ,
- return ,
- give ,
- generate
15. Δώσε ή προμήθευσε
- "Η αγελάδα φέρνει 5 λίτρα γάλα"
- "Η φετινή καλλιέργεια απέδωσε 1.000 μπουσέλ καλαμποκιού"
- "Το κτήμα αποδίδει κάποια έσοδα για την οικογένεια"
- συνώνυμο:
- αποδίδω ,
- απόδοση ,
- επιστροφή ,
- δίνω ,
- δημιουργώ
16. Submit (a report, etc.) to someone in authority
- "Submit a bill to a legislative body"
- synonym:
- return
16. Υποβάλετε (αναφορά σε κάποιον που έχει εξουσία
- "Υποβολή νομοσχεδίου σε νομοθετικό σώμα"
- συνώνυμο:
- επιστροφή