Translation meaning & definition of the word "retrospect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναθεώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retrospect
[Αναθεωρώ]/rɛtrəspɛkt/
noun
1. Contemplation of things past
- "In retrospect"
- synonym:
- retrospect
1. Η αντίληψη των πραγμάτων του παρελθόντος
- "Εκ των υστέρων"
- συνώνυμο:
- αναδρομή
verb
1. Look back upon (a period of time, sequence of events)
- Remember
- "She reviewed her achievements with pride"
- synonym:
- review ,
- look back ,
- retrospect
1. Κοιτάξτε πίσω στην χρονική περίοδο (α, ακολουθία γεγονότων)
- Θυμηθείτε
- "Εξέτασε τα επιτεύγματά της με υπερηφάνεια"
- συνώνυμο:
- αναθεώρηση ,
- κοίτα πίσω ,
- αναδρομή
Examples of using
In retrospect, I should have treated her with more respect.
Εκ των υστέρων, θα έπρεπε να την αντιμετωπίσω με μεγαλύτερο σεβασμό.