Translation meaning & definition of the word "retrieval" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακεφαλαίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retrieval
[Ανάκτηση]/rɪtrivəl/
noun
1. (computer science) the operation of accessing information from the computer's memory
- synonym:
- retrieval
1. (επιστήμη υπολογιστών) η λειτουργία πρόσβασης σε πληροφορίες από τη μνήμη του υπολογιστή
- συνώνυμο:
- ανάκτηση
2. The cognitive operation of accessing information in memory
- "My retrieval of people's names is very poor"
- synonym:
- retrieval
2. Η γνωστική λειτουργία της πρόσβασης σε πληροφορίες στη μνήμη
- "Η ανάκτησή μου από τα ονόματα των ανθρώπων είναι πολύ κακή"
- συνώνυμο:
- ανάκτηση
3. The act of regaining or saving something lost (or in danger of becoming lost)
- synonym:
- recovery ,
- retrieval
3. Η πράξη της ανάκτησης ή της διάσωσης κάτι έχασε ( σε κίνδυνο να χαθεί )
- συνώνυμο:
- ανάκτηση