Translation meaning & definition of the word "retract" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retract
[Ανακαταλαμβάνω]/ritrækt/
verb
1. Formally reject or disavow a formerly held belief, usually under pressure
- "He retracted his earlier statements about his religion"
- "She abjured her beliefs"
- synonym:
- abjure ,
- recant ,
- forswear ,
- retract ,
- resile
1. Επίσημα απορρίπτουν ή αποκηρύσσουν μια πρώην πεποίθηση, συνήθως υπό πίεση
- "Απέσυρε τις προηγούμενες δηλώσεις του για τη θρησκεία του"
- "Απαρνήθηκε τις πεποιθήσεις της"
- συνώνυμο:
- απαρνούμαι ,
- αναφωνώ ,
- επιορκώ ,
- ανακαλώ ,
- επαναλαμβάνω
2. Pull away from a source of disgust or fear
- synonym:
- shrink back ,
- retract
2. Απομακρυνθείτε από μια πηγή αηδίας ή φόβου
- συνώνυμο:
- συρρικνώνομαι ,
- ανακαλώ
3. Use a surgical instrument to hold open (the edges of a wound or an organ)
- synonym:
- retract ,
- pull back ,
- draw back
3. Χρησιμοποιήστε ένα χειρουργικό εργαλείο για να κρατήσετε ανοιχτές (οι άκρες μιας πληγής ή ενός οργάν)
- συνώνυμο:
- ανακαλώ ,
- τραβώ πίσω ,
- παίρνω πίσω
4. Pull inward or towards a center
- "The pilot drew in the landing gear"
- "The cat retracted his claws"
- synonym:
- draw in ,
- retract
4. Τραβήξτε προς τα μέσα ή προς τα μέσα
- "Ο πιλότος τράβηξε στον εξοπλισμό προσγείωσης"
- "Η γάτα απέσυρε τα νύχια της"
- συνώνυμο:
- παίρνω τον εαυτό μου ,
- ανακαλώ