Translation meaning & definition of the word "retrace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retrace
[Επαναφέρω]/ritres/
verb
1. To go back over again
- "We retraced the route we took last summer"
- "Trace your path"
- synonym:
- trace ,
- retrace
1. Για να επιστρέψω ξανά
- "Επαναλάβαμε τη διαδρομή που πήραμε το περασμένο καλοκαίρι"
- "Βρες το μονοπάτι σου"
- συνώνυμο:
- ίχνος ,
- επαναλαμβάνω
2. Reassemble mentally
- "Reconstruct the events of 20 years ago"
- synonym:
- reconstruct ,
- construct ,
- retrace
2. Επανασυναρμολογήστε ψυχικά
- "Ανακατασκευάστε τα γεγονότα πριν από 20 χρόνια"
- συνώνυμο:
- ανακατασκευάζω ,
- κατασκευάζω ,
- επαναλαμβάνω