Translation meaning & definition of the word "retiring" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναπρόσληψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retiring
[Συνταξιοδότηση]/rɪtaɪrɪŋ/
adjective
1. Not arrogant or presuming
- "Unassuming to a fault, skeptical about the value of his work"
- "A shy retiring girl"
- synonym:
- retiring ,
- unassuming
1. Όχι αλαζονική ή υποτιθέμενη
- "Ανυπολόγιστος σε ένα σφάλμα, σκεπτικός για την αξία της δουλειάς του"
- "Ένα ντροπαλό κορίτσι που συνταξιοδοτείται"
- συνώνυμο:
- αποσύρω ,
- απαράμιλλοσ
2. Of a person who has held and relinquished a position or office
- "A retiring member of the board"
- synonym:
- past(a) ,
- preceding(a) ,
- retiring(a)
2. Από ένα άτομο που έχει κρατήσει και παραιτηθεί από μια θέση ή ένα γραφείο
- "Ένα συνταξιοδοτούμενο μέλος του διοικητικού συμβουλίου"
- συνώνυμο:
- παστ( ,
- προηγούμενο() ,
- συνταξιοδότηση(
3. Reluctant to draw attention to yourself
- synonym:
- reticent ,
- self-effacing ,
- retiring
3. Διστάζοντας να επιστήσετε την προσοχή στον εαυτό σας
- συνώνυμο:
- δικτυωτόσ ,
- αυτο-απευθύνομαι ,
- αποσύρω