Translation meaning & definition of the word "retire" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναφορά" στην ελληνική γλώσσα
Retire
[Συνταξιοδοτώ]verb
1. Go into retirement
- Stop performing one's work or withdraw from one's position
- "He retired at age 68"
- synonym:
- retire
1. Πηγαίνω στη συνταξιοδότηση
- Σταματήστε να εκτελείτε την εργασία σας ή να αποσύρεστε από τη θέση σας
- "Συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 68 ετών"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ
2. Withdraw from active participation
- "He retired from chess"
- synonym:
- retire ,
- withdraw
2. Αποχώρηση από την ενεργό συμμετοχή
- "Αποσύρθηκε από το σκάκι"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ ,
- αποσύρω
3. Pull back or move away or backward
- "The enemy withdrew"
- "The limo pulled away from the curb"
- synonym:
- withdraw ,
- retreat ,
- pull away ,
- draw back ,
- recede ,
- pull back ,
- retire ,
- move back
3. Τραβήξτε πίσω ή απομακρυνθείτε ή προς τα πίσω
- "Ο εχθρός αποσύρθηκε"
- "Η λιμουζίνα τράβηξε μακριά από το πεζοδρόμιο"
- συνώνυμο:
- αποσύρω ,
- υποχώρηση ,
- απομακρύνομαι ,
- παίρνω πίσω ,
- υποχωρώ ,
- τραβώ πίσω ,
- συνταξιοδοτώ ,
- επιστρέφω
4. Withdraw from circulation or from the market, as of bills, shares, and bonds
- synonym:
- retire
4. Απόσυρση από την κυκλοφορία ή από την αγορά, από τους λογαριασμούς, τις μετοχές και τα ομόλογα
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ
5. Break from a meeting or gathering
- "We adjourned for lunch"
- "The men retired to the library"
- synonym:
- adjourn ,
- withdraw ,
- retire
5. Διάλειμμα από μια συνάντηση ή συγκέντρωση
- "Αναβάλλαμε για μεσημεριανό γεύμα"
- "Οι άνδρες αποσύρθηκαν στη βιβλιοθήκη"
- συνώνυμο:
- αναβάλλω ,
- αποσύρω ,
- συνταξιοδοτώ
6. Make (someone) retire
- "The director was retired after the scandal"
- synonym:
- retire
6. Κάντε (-κάποιον) συνταξιοδότηση
- "Ο σκηνοθέτης αποσύρθηκε μετά το σκάνδαλο"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ
7. Dispose of (something no longer useful or needed)
- "She finally retired that old coat"
- synonym:
- retire
7. Απορρίψτε το (κάτι που δεν είναι πλέον χρήσιμο ή χρειάζεται)
- "Τελικά αποσύρθηκε από το παλιό παλτό"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ
8. Lose interest
- "He retired from life when his wife died"
- synonym:
- retire ,
- withdraw
8. Χάνω το ενδιαφέρον
- "Αποσύρθηκε από τη ζωή όταν πέθανε η γυναίκα του"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ ,
- αποσύρω
9. Cause to be out on a fielding play
- synonym:
- put out ,
- retire
9. Επειδή βγαίνεις σε ένα παιχνίδι πεδίου
- συνώνυμο:
- βγάζω ,
- συνταξιοδοτώ
10. Cause to get out
- "The pitcher retired three batters"
- "The runner was put out at third base"
- synonym:
- retire ,
- strike out
10. Επειδή βγαίνεις
- "Η στάμνα απέσυρε τρία ρόπαλα"
- "Ο δρομέας τοποθετήθηκε στην τρίτη βάση"
- συνώνυμο:
- συνταξιοδοτώ ,
- απεργώ
11. Prepare for sleep
- "I usually turn in at midnight"
- "He goes to bed at the crack of dawn"
- synonym:
- go to bed ,
- turn in ,
- bed ,
- crawl in ,
- kip down ,
- hit the hay ,
- hit the sack ,
- sack out ,
- go to sleep ,
- retire
11. Προετοιμαστείτε για ύπνο
- "Συνήθως γυρίζω τα μεσάνυχτα"
- "Πηγαίνει στο κρεβάτι στη ρωγμή της αυγής"
- συνώνυμο:
- πηγαίνω στο κρεβάτι ,
- επιστρέφω ,
- κρεβάτι ,
- εισβάλλω ,
- πατώ ,
- χτυπώ το σανό ,
- χτυπώ το σάκο ,
- αποβάλλω ,
- πηγαίνω για ύπνο ,
- συνταξιοδοτώ