Translation meaning & definition of the word "retinal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμφιβληστροειδής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retinal
[Αμφιβληστροειδήσ]/rɛtənəl/
noun
1. Either of two yellow to red retinal pigments formed from rhodopsin by the action of light
- synonym:
- retinene ,
- retinal
1. Είτε από δύο κίτρινες έως κόκκινες χρωστικές του αμφιβληστροειδούς που σχηματίζονται από ροδόψη με τη δράση του φωτός
- συνώνυμο:
- ρετινένιο ,
- αμφιβληστροειδήσ
adjective
1. In or relating to the retina of the eye
- "Retinal cells"
- synonym:
- retinal
1. Σε ή σχετίζονται με τον αμφιβληστροειδή του οφθαλμού
- "Αμφιβληστροειδή κύτταρα"
- συνώνυμο:
- αμφιβληστροειδήσ
Examples of using
I had retinal detachment five years ago.
Είχα αποκόλληση αμφιβληστροειδούς πριν από πέντε χρόνια.