Translation meaning & definition of the word "reticent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναλήπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reticent
[Παρακινδυνευμένοσ]/rɛtɪsənt/
adjective
1. Temperamentally disinclined to talk
- synonym:
- reticent ,
- untalkative
1. Εύκρατατα αποκλεισμένος για να μιλήσει
- συνώνυμο:
- δικτυωτόσ ,
- ανεξέλεγκτη
2. Cool and formal in manner
- synonym:
- restrained ,
- reticent ,
- unemotional
2. Δροσερό και επίσημο τρόπο
- συνώνυμο:
- συγκρατημένη ,
- δικτυωτόσ ,
- αντιφατικό
3. Reluctant to draw attention to yourself
- synonym:
- reticent ,
- self-effacing ,
- retiring
3. Διστάζοντας να επιστήσετε την προσοχή στον εαυτό σας
- συνώνυμο:
- δικτυωτόσ ,
- αυτο-απευθύνομαι ,
- αποσύρω