Translation meaning & definition of the word "reticence" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίδραση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reticence
[Δικαιοσύνη]/rɛtɪsəns/
noun
1. The trait of being uncommunicative
- Not volunteering anything more than necessary
- synonym:
- reserve ,
- reticence ,
- taciturnity
1. Το χαρακτηριστικό του να είσαι ασυνήθιστος
- Δεν υπάρχει εθελοντισμός περισσότερο από απαραίτητο
- συνώνυμο:
- αποθεματικό ,
- επιτίμηση ,
- σιωπηρότητα