Translation meaning & definition of the word "retell" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναπώληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Retell
[Ξαναπεράσει]/ritɛl/
verb
1. Render verbally, "recite a poem"
- "Retell a story"
- synonym:
- recite ,
- retell
1. Αποδώστε προφορικά, "επαναλάβετε ένα ποίημα"
- "Πες μου μια ιστορία"
- συνώνυμο:
- απαγγέλλω ,
- επαναλαμβάνω
2. Make into fiction
- "The writer fictionalized the lives of his parents in his latest novel"
- synonym:
- fictionalize ,
- fictionalise ,
- retell
2. Μετατρέπω σε μυθοπλασία
- "Ο συγγραφέας φανταζόταν τις ζωές των γονιών του στο τελευταίο του μυθιστόρημα"
- συνώνυμο:
- φανταστείτε ,
- επαναλαμβάνω
3. To say, state, or perform again
- "She kept reiterating her request"
- synonym:
- repeat ,
- reiterate ,
- ingeminate ,
- iterate ,
- restate ,
- retell
3. Για να πούμε, δηλώστε ή εκτελέστε ξανά
- "Συνέχισε να επαναλαμβάνει το αίτημά της"
- συνώνυμο:
- επαναλάβετε ,
- επαναλαμβάνω ,
- ενδογενή ,
- ιτερίζω ,
- επαναδιατυπώνω